μόνος

Είναι πολλοί που με λυπούνται:
‘‘Νάτος – λένε – που παίρνει το μπαστούνι του
και βγαίνει μόνος.
Μας αποφεύγει. Δείτε τι παράξενα είν’ τα μάτια του,
δεν έχει μήτε ένα βιβλίο μαζί. Τάχα τι κάνει;
Είναι κακός; Επαναστάτης; Μην είν’ άρρωστος;’’

Μόνος, όμορφε δρόμε κάτασπρε,
μες στις πλαγιές σου που είναι όλο χορτάρια και λουλούδια,
πάνω στις πέτρες σου που τόσα ξέρουν και διηγούνται.

Μόνος, δάσος πυκνό με τις γαλάζιες ελατόφλουδες,
με τον αγέρα σου που ξέρει και μιλάει σ’ όλα τα δέντρα
και τα μερμήγκια σου που αργά, σε πένθιμη πομπή,
σέρνουν τα μικρά σώματα των σκαραβαίων.

Μόνος, με σας λιβάδια ποτισμένα από ήλιο,
γεμάτα θόρυβο, φωνές κι όρθια κεφάλια.

Μόνος, μαζί σας, έντομα, γεράκια, πεταλούδες,
βράχια, πηγές, χαράδρες, βάτα, σύγνεφα,
κορφές, ομίχλες, κάμποι, μυρωδιές,
ζέστη και χάος και τάξη κι αταξία,
μόνος, μες στους διαλόγους που τ’ αντίπαλά σας στόματα
δεν παύουν να μιλάνε.

Μόνος, με το μπαστούνι μου και με την κούρασή μου,
μόνος, με τη σιωπή μου, τους κροτάφους που χτυπάνε, με τη ζάλη μου
και τον περήφανο ίδρωτα που πάνω μου κολλάει.

André Spire

Μτφ Μέμος Γεωργίου

Aπό Έχω έρθει από τον Σείριο

εκείνες οι χειμωνιάτικες Κυριακές…

Και τις Κυριακές ακόμη ο πατέρας μου ξυπνούσε νωρίς
και φορούσε τα ρούχα του μέσα στο γαλάζιο ψύχος,
έπειτα με χέρια ξερά, καταπονημένα
απ’ τον μόχθο υπό τον καιρό της κάθε εργάσιμης μέρας έκανε
τη χαμηλή φωτιά να φλογίζει. Κανείς ποτέ δεν του είπε ευχαριστώ.

Ξυπνούσα κι άκουγα το κρύο να ραγίζει, να θρυμματίζεται.
Όταν τα δωμάτια θερμαίνονταν, με φώναζε,
κι αργά σηκωνόμουν και ντυνόμουν,
φοβούμενος τους χρόνιους θυμούς εκείνου του σπιτιού.

Kαι του μιλούσα αδιάφορα, σ’ εκείνον
που είχε αποδιώξει το κρύο,
κι είχε ακόμα στιλβώσει τα καλά μου παπούτσια.

Τι ήξερα, τι ήξερα
για τα αυστηρά και μοναχικά καθήκοντα της αγάπης;

Robert Hayden

Μτφ Γιάννης Παλαβός

Από Τοίχου του ετέρου

κατατρέχουν τη γραφικότητα

Κατατρέχουν τη γραφικότητα.

Ήρθαν κύριοι με τσάντες και μεζούρες,
μέτρησαν το οικόπεδο, άνοιξαν χαρτιά,
οι εργάτες έδιωξαν τα περιστέρια,
ξήλωσαν το χαγιάτι, έριξαν το σπίτι,
σβήσαν ασβέστη μες στον κήπο,
φέραν τσιμέντο, στήσαν σκαλωσιές –
θα χτίσουν κι άλλη πολυκατοικία.

Ρίχνουν τα ωραία σπίτια ένα ένα,
τα σπίτια που μας ανάστησαν από μικρά,
με τα φαρδιά παράθυρα, τις ξύλινες σκάλες,
με τα ψηλά νταβάνια, τις λάμπες στους τοίχους,
τρόπαια λαϊκής αρχιτεκτονικής.

Κατατρέχουν τη γραφικότητα,
τη διώχνουν διαρκώς στην πάνω πόλη,
εκπνέει σαν προδομένη επανάσταση,
σε λίγο δε θα υπάρχει ούτε στις καρτ-ποστάλ,
ούτε στη μνήμη και την ψυχή των παιδιών μας.

Ντίνος Χριστιανόπουλος

Από Βίκυ Παπαπροδρόμου

αναμονή

Φυσάει ο αγέρας, ανεβαίνει ο κουρνιαχτός.

Ως να διαβαίνουν ζώα μες στον χρόνο.
Ως να φωνάζουν άνθρωποι, φωνές μεγάλες,
Σαν φοβισμένα σκυλιά, να διώξουν τον θάνατο.

Ο καθείς μονάχος, χωριστά απ’ τους άλλους,
Ο καθείς φωνάζοντας για την ψυχή του.

Και κλειούν τις πόρτες τους, βάζουν το μάνταλο και το κλειδώνουν.

Κανείς δεν τόνε βλέπει, δεν τον ακούει,
Σιγοπατεί σαν κλέφτης στο σκοτάδι.

Να μη σκιαχτούν τα ζώα, να μην τρομάξουν τα πουλιά.

Κανείς δεν ξέρει την ώρα του, την ώρα που έρχεται.

Κοντά γυρίζει, ψάχνει τα ίχνη σου,
Πατεί τους δρόμους σου, τις νύχτες σου,
Μετράει τα βήματά σου.

Αν έρθει στην πόρτα σου, μη σου φανεί νωρίς,

Ως να ’σαι ο αργοπορημένος,
Ως να ’χεις μόλις φτάσει από μακριά μες στην αποδημία.

Ετοίμαζε την ψυχή σου.

Γιώργος Θέμελης

Από Ποιήματα

έρωτας

Στο ντιβάνι απλώνομαι ευχαριστημένος, εκείνη γερτή
στη φτερούγα μου, μετά τον έρωτα. Εκείνη μετρά τα
παΐδια μου, εγώ ραχατεύω. Το παντελόνι μου στο πάτωμα
χάμω. Σκαλωμένη η κάλτσα της, σ’ έναν τόμο της
Ανθολογίας του μαύρου χιούμορ, στο κομοδίνο.
Η βουή -απ’ όξω- της μεγαλούπολης, μία λογοτεχνία
αστυνομοκρατούμενη.
– Θοδωρή;
– Ε! της κάνω
– Τίποτα! Έτσι μούρθε απλώς να πω τ’ όνομά σου…

Μια χαρά! Μ’ ένα πρόχειρο υπολογισμό, αυτό της το
«τίποτα» με βαστάει στη ζωή μπορεί και μια ολάκερη εβδομάδα.

Θεόδωρος Μπασιάκος

Από Κώστας Ρεούσης

σαν ωραίες γυναίκες, γυμνές

Σαν ωραίες γυναίκες, γυμνές,
τούτες οι μέρες οι καλοκαιρινές
υπάρχουν με τη στιλπνότητα
των λαμπρών σωμάτων,
με την έκθαμβη προσφορά των.
με την έντονη περηφάνεια,
μ’ εκείνη τη σταθερότητα
που έχουν οι γυναίκες
όταν είν’ ωραίες,
πολύ βέβαιες για την εμορφιά των,
τόσο που μένουν έξαφνα
σκεφτικές, όμως ατάραχες,
γεμάτες προσμονή στέκονται,
μ’ υπομονή γνωρίζουν,
γνωρίζουν να περιμένουν,
περιέχοντας τέλεια την ηδονή
του εαυτού των.
Έτσι
οι έντονες του καλοκαιριού μέρες
φαίνονται ακέριες,
καθώς
τις περιβάλλουν νύχτες εξαίσιες,
με πολύν έρωτα, μυστικόν.

Ζωή Καρέλλη

Από Ποιητικό Πυρήνα

καρτ ποστάλ

Υπάρχουνε μερικά νερά
που έτσι
καθώς με σιγουριά, με αγάπη και με πόνο
καθρεφτίζουνε των στιγμών το βύθισμα
δύσκολα αφήνουν να διακρίνεις
αν είναι χάραμα ή σούρουπο
ή μεσημέρι που μετακίνησε τη θλίψη του.

Αλεξάνδρα Θυμιανού

Κυριακή

Μες απ’ τις δεντροστοιχίες της λεωφόρου Γκομπλάν
Ένα μαρμάρινο άγαλμα με οδηγεί απ’ το χέρι
Σήμερα είναι Κυριακή τα σινεμά γεμάτα
Τα πουλιά στα κλαδιά χαζεύουν τους ανθρώπους
Και το άγαλμα με φιλά μα δεν μας βλέπει κανείς
Εκτός απ’ ένα τυφλό παιδί που με το δάχτυλο μας δείχνει.

Jacques Prévert

Μτφ Γιάννης Λειβαδάς

ο επισκέπτης

Πολύ πριν βραδιάσει,
σ’ επισκέπτεται αυτός που αντάλλαξε χαιρετισμό με το σκότος.
Πολύ πριν ξημερώσει,
αυτός αγρυπνεί
και, πριν φύγει, φέρνει έναν ύπνο,
έναν ύπνο γεμάτον ήχους βημάτων.
Τον ακούς να διαμετράει με το βήμα τα μάκρη
και ρίχνεις εκεί την ψυχή σου.

Paul Celan

Μτφ Δημ. Στ. Δήμου

σκοτεινό τραγούδι

Είχε νυχτώσει όταν εδιάβηκα τη θύρα
κι η ψυχή μου στο φόβο είχε βουλιάξει.
Όμως οι αισθήσεις μου όλες, καθώς πάλι
στου άχρονου εζύγωναν το χώρο,
τεντωμένες με κράτησαν κοντά σου,
— νύχτα, μες στη σκληρή ερημιά της πέτρας,
νύχτα, στη σιωπηλή φρίκη του τέλους,
στο τίποτα και στο ποτέ.

Εκεί σ’ αφήσαμε το πρωί… Ένα αλλοιώτικο,
κατάξερο κοιμητήρι· ούτε ίσκιος
κυπαρισσιού, να δροσιστή ο καιρός,
που εδώ ξεπέζεψε, ούτε χλόη
για των πουλιών το καλωσόρισμα. Στεγνό
χώμα και πέτρα, και χώμα και πέτρα,
σάμπως να χτίζονται οι νεκροί στο λόφο επάνω
απ’ την τρελή καλόγρια, που περνώντας
με το τσαπί και με το φτυάρι ανάμεσά τους
πετάει στον άσπρο κουρνιαχτό το φριχτό γέλιο.
Εκεί σ’ αφήσαμε το πρωί, κουνώντας
τα χέρια, όταν χτιζόσουν στην πλαγιά τού λόφου.
Ωστόσο, πάλι εδιάβηκα τη θύρα,
νύχτα κι ο φόβος κάθονταν μολύβι,
στο στήθος μου.

Μα ως έτριξεν η θύρα
— τόσο οί αισθήσεις ήταν τεντωμένες —
ήταν σα να ’τριξεν ό χρόνος και με πήρε
του άχρονου το σύνορο, εκεί που η νύχτα,
νύχτα δεν είναι πια, το φως φως δεν το κράζουν
κι ο τάφος ίσως λέγεται φωνή, η θύμηση άστρο,
η δυστυχία χαμόγελο, η καρδιά λιθάρι.
Κι αυτό που υπάρχει ή δεν υπάρχει είναι μια λέξη,
κι οι λέξεις είναι τα όνειρα μιας άλλης ζωής,
κι η άλλη ζωή, αν ήταν ή αν δεν ήταν,
κανείς δεν ξέρει.

Παράμερα απ’ το σύνορο στάθηκα. Η λάμψη
ενός αθέατου φεγγαριού πλημμύριζε όλη
την ερημιά σου. Και καθώς σε αναζητούσα
με την καρδιά να δέρνεσαι, σε είδα, σκυμμένος
να περπατάς, κατηφορώντας τα τραχιά χαλίκια
όπως και τότε — δε θυμάμαι — με το αδέξιο βήμα
του λαβωμένου πουλιού. Σε είδα και σου είπα,
απλώνοντας το χέρι μου έντρομο: «Πατέρα…»

Με κοίταξες, σαν να μην ήμουνα κοντά σου,
σα να μην είχες ξαναδεί το πρόσωπό μου,
σα να μην είχες ξανακούσει τή φωνή μου.
Τόσο η ματιά σου ήταν απόμακρη και ξένη,
κι από το φως της έλειπα.
Μόνο μουρμούρισες ακατανόητα λόγια
από μια γλώσσα αλλόκοτη, και προσπερνώντας,
έκρουες κάθε τόσο τούς σταυρούς, καθώς χτυπούμε
εμείς στη «ζωή» μια πόρτα για να βγει ένας φίλος.
Πλήθαιναν γύρω σου οι μορφές, τ’ άγνωστα πρόσωπα
κι όλοι με κοίταζαν καθώς να μην υπήρχα,
κι εσύ με κοίταζες σα να μην είχα υπάρξει,
ξένος για πάντα και τα χέρια μας λυμένα
για πάντα, — στο τίποτα και στο ποτέ…
Με πήρε εκεί ένα κλάμα σα βουερό ποτάμι,
με πήρε εκεί ένας ύπνος σα γλυκούλι ρυάκι.

Χαράματα, καθώς ανέβαινε η τρελή καλόγρια,
μέ ξύπνησε χτυπώντας πλάι μου το τσαπί της:
«Ο κύριος», είπε, «θα χτιστεί, ή θα χτίσει;».
Και τράβηξε, βροντογελώντας, το τραχύ ανηφόρι.

Γιώργος Γεραλής

Από Στιγμές