ένα λιμάνι (απόσπασμα)

Το γυρισμό ονειρεύομαι, το δρόμο που θα πάρω,
το λύχνο σου που θε να ιδώ μακριά σαν κάποιο φάρο,
και τη στιγμή, που ανάλαφρα, χωρίς να σε ταράξω
ο ναυαγός στα πόδια σου θα πέσω και θ’ αράξω.

Άγρια ζωή, που απλώνεται και σκούζει μες στην πόλη,
δε θα χτυπάει τ’ απάνεμο κλειστό σου αραξοβόλι,
μα θα μας πνίξει η πιο βαθιά γαλήνη, η άγια λήθη,
που κυβερνά των λιμανιών και τ’ ουρανού τα βύθη.

Λάμπρος Πορφύρας

ο δολιοφθορέας της άνοιξης

Ο δολιοφθορέας της άνοιξης
φοράει γιλέκο από οθόνη ραντάρ
και πλαστογραφημένους επαίνους
στα μάτια.
Όταν γελάει, εκπνέει
ραδιενεργά αέρια
κι ασφυκτιούνε οι δεντροστοιχίες―
κι όταν εκσπερματώνει,
πεθαίνουνε
οι φράουλες
κι οι πεταλούδες.

Λία Μεγάλου-Σεφεριάδη

αντιστρόφως ανάλογα

Όσο μεγαλώνει η ηλικία
λιγοστεύουν τα τηλέφωνα στην ατζέντα,
λιγοστεύουν οι φίλοι οι καθημερινοί,
λιγοστεύουν τα βράδια έξω.
Μαζί και οι δρόμοι και οι τόποι στενεύουν
γίνεται πια ο κόσμος όλος ένα δυο δωμάτια,
όμορφα τακτοποιημένα
με στιλ και φινέτσα, μια τηλεόραση, ένα βιβλίο.
Ακόμα και η αγριάδα της μοναξιάς λιγοστεύει.
Όχι η μοναξιά η ίδια.
Πληθαίνει αυτή με γεωμετρική πρόοδο
γεμίζει κάθε γωνιά και κάθε χαραμάδα.
Δεν χωράει πλέον κανένας άλλος.
Μα δεν μας τρομάζει πια.
Μάλλον η όποια προσπάθεια υπέρβασής της
πανικοβάλλει.
Και όσο λιγοστεύουν τα χρόνια
λιγοστεύουν τα λόγια που θέλεις να πεις,
τα λόγια που θέλεις να ακούσεις,
και όσο μεγαλώνει η ηλικία,
μικραίνουν οι σκέψεις
ξαναγίνονται μωρού παιδιού
και όπως τότε τους αρκεί
μια αγκαλιά και ένα φιλί,
μα πού να βρεθεί;

Αντώνης Γεωργίου

Από Αποτυπώματα

συμπέρασμα

Φτωχό γαϊδούρι μου σταχτί, πιο σαραβαλιασμένο,
κι απ’ το καρότσι κείνο που τραβάς,
ω συ, που δεν αντέχεις πια, εσύ το κουρασμένο,
δεν έχεις τύχη, ναι, μα δε σε νοιάζει αν φας

λίγες ακόμα μαγκουριές απάνω στο κεφάλι,
όχι τόσο που περπατάς αργά,
αλλά γιατί είσαι συ που με κλωτσιές βαράνε οι άλλοι,
απάνω στην καρδιά.

Αδέρφι μου, ας ελπίσουμε πως την πηγή θα δούμε,
που καθρεφτίζεται η Εδέμ εκεί
και πως μια μέρα πιο γλυκό νεράκι εμείς θα πιούμε,
κι απ’ ίσκιο σκλήθρου σε καλοκαιριά καυτή.

Θ’ αναγελάμε τότε αυτούς που ‘χαν περιφρονήσει,
εμάς και δεν κατάλαβαν καλά,
πως πρέπει να ‘χει τάλαντο κανείς για να γκαρίσει
ή για να τραγουδεί γλυκά.

Αλλά, λεπτέ μου ποιητή, τρομάρα έχω μεγάλη,
ακόμα και ψηλά στους ουρανούς,
μήπως ετούτοι οι άνθρωποι ζώα θα μείνουν πάλι,
και μήπως δε θα μοιάζουμε μ’ αυτούς!

Francis Jammes

Μτφ Γ. Σημηριώτης