IV
Ναι, αγαπώ να σκέπτωμαι εις των νεκρών την πόλιν·
Παρά τους οίκους της συχνά διήλθον νύκτα όλην,
Κ’ εσκέφθην… ήτο θλιβερά η σκέψις, απαισία,
Ωσεί πνοή εκφεύγουσα από τους τάφους κρύα.
Χοροί και θέατρα εκεί το σκότος μόνον είναι,
Εις σιωπήν απέληξαν αι αρμονί’ εκείναι,
Η γλαυξ κραυγάζει που εκεί ανάρθρως, μονοτόνως,
Ο θάνατος περιπατεί επί των τάφων μόνος.
Ενίοτ’ η κυπάρισσος, σκοπός των τεθνεώτων,
Τίς ει! μετ’ ήχων θλιβερών φωνάζει, αλλοκότων·
Η σιωπή δε απαντά, ο θάνατος,– προχώρει,
Και ήτο φίλος, όν εχθρόν υπόπτως εθεώρει.
Δάκνουν εκεί οι σκώληκες τα εύμορφα τα χείλη.
Ά τρέμων ίσως εραστής περιπαθώς εφίλει,
Και κόνις πίπτουσι χαμαί αι χείρες και τα στήθη
Εφ’ ών ο έρως άλλοτε εγέλα, εκοιμήθη.
Κόμαι ξανθαί ή μελαναί, ως άκομψος τολύπη,
Υπό την γην καθεύδουσι· κοιμάτ’ εκεί η λύπη·
Κοιμάται, αλλά άγρυπνος ο θάνατος υπάρχει,
Δηλών ότι εκάτερος του κόσμου τούτου άρχει.
Εις το κρανίον δε εν ώ τίς οίδε τί μεγάλαι
Ιδέαι εγεννήθησαν, τί κόσμος ήτο πάλαι,
Νυν η αράχνη νωχελώς το ύφασμα υφαίνει,
Ή κατοικεί ο σκορπιός και την ουράν του σαίνει.
Χα χα, οπόταν άλλοτε εντός χορών ευρέθην,
Κ’ έβλεπον τόσην καλλονήν, νεότητα και μέθην,
Τους εφαντάσθην προς στιγμήν νεκρούς χαμαί πεσόντας,
Όπως τους έβλεπον εκεί γελώντας, αγαπώντας.
Νεκρούς! ακόμη ν’ αντηχεί η μουσική γλυκεία,
Του Στράους έτι οι χοροί να πάλλουν, ευωδία
Να πλημμυρή την αίθουσαν, και αι στολαί εκείναι,
Στολαί νεκρών ή εορτής επάνω των να είναι.
Τα φώτα τας ακτίνας των εισέτι να σκορπίζουν,
Αντί χορού τα πτώματα εκείνα να φωτίζουν·
Τα πτώματα… και να κρατή ο εραστής ακόμη
Την νέαν ής τον έψαυεν η μυροβόλος κόμη.
Να μη εκφράζη τίποτε το άψυχόν της βλέμμα,
Η χειρ δε να εκτείνηται εις σύντροφον ηρέμα,
Και ν’ απαντά το έδαφος, και ν’ απαντά σανίδας,
Και να καλύπτη σιωπή τόσας κρυφάς ελπίδας.
Παρήλθε χρόνος –έσβεσαν τα φώτα– εσκοτίσθη
Η αίθουσα και της ζωής το λείψανον εσχίσθη.
Τους εφαντάσθην· ο χορός, χορός σκωλήκων ήτο,
Κ’ η σιωπή την σιωπήν εκείνην εφοβείτο.
Ιδού ο άνθρωπος· εδώ εν μέσω των κοκκάλων
Τον της ψυχής μου άγριον καθησυχάζω σάλον·
Η γη αυτή την καλλονήν, η γη αυτή ιδέας
Ψυχρώς κατέφαγε πολλάς, και ίσως κολοσσαίας.
Και μετ’ αυτών αν ήδη ζω, αλλ’ αύριον θα είμαι·
Νεκρός επί νεκρών πολλών και άμορφος θα κείμαι·
Το χείλος μου θ’ ασπάζεται ψυχρόν, ψυχρόν το χώμα,
Και αδρανές και άψυχον θα σήπεται το σώμα.
Όταν νεκρός διέρχεται, προς τί, προς τί θρηνείτε;
Αν η ψυχή σας η δειλή τον θάνατον φοβείται
Ειπέτε με, ειπέτε με τί η ζωή αξίζει,
Οπόταν ζη δίχως να ζη και δίχως να ελπίζη;
Αν των θανόντων δεν λαλούν, πλην δεν θρηνούν τα χείλη,
Το στόμα των εάν σιγά, έστενε, δεν ωμίλει
Και των ρυτίδων έπαυσεν η σώρευσις· χαρήτε,
Τί τους λυπείσθε, δια τί τον θάνατον πενθείτε;
Αλλ’ όταν ζη τις τεθνεώς· όταν καρδίαν πλέον
Δεν έχη, και απώλεσε παν όνειρον ωραίον,
Τότε θρηνείτε· ο νεκρός αυτός διανοείται·
Τί είχε, τί απώλεσε, τί ήλπισ’ ενθυμείται.
Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος
Από Το Κoskino
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...