το όνειρο που θα ‘ρθει

Δεν έχει πάλι ύπνο κι ακούει τα ρεμπέτικα
και τα σκυλιά που αγαπούν τους μεθυσμένους.
Έκλεισε κι ο μπακάλης που πουλάει κρασί.
Στα σπίτια περιμένουν οι γυναίκες.
Το τρένο πέρασε σφυρίζοντας· ο τελευταίος σεισμός.

Τ’ όνειρο που θα ‘ρθει κι απόψε το φαντάζεται:
Λιθογραφίες της Γενοβέφας, μυρωδιές, κρασί
στο δρόμο της καρδιάς που τρίζει μες στην κούραση.
Ξανθά παιδιά που πήρε ο ύπνος με τα ρούχα τους,
καθώς περίμεναν τα βήματα του γυρισμού του.
Και δυο μεγάλα μάτια, μάτια υπομονής, μες στο σκοτάδι.

Γιώργος Ιωάννου

τα ρομαντικά σκυλιά

Τον καιρό εκείνο ήμουν είκοσι χρονών
κι ήμουν τρελός.
Είχα χάσει μία χώρα
είχα όμως κερδίσει ένα όνειρο.
Κι αν είχα αυτό το όνειρο
τίποτ’ άλλο δεν είχε σημασία.
Ούτε το να δουλεύω ούτε το να προσεύχομαι
ούτε να μελετάω μέσα στα ξημερώματα
δίπλα με τα ρομαντικά σκυλιά.
Και τ’ όνειρο ζούσε στο ευρύχωρο του πνεύματός μου.
Ένα δωμάτιο ξύλινο,
μισοσκιασμένο,
μέσα σε κάποιον απ’ τους πνεύμονες του τροπικού.
Και φορές φορές μέσα μου επέστρεφα
και τ’ όνειρο επισκεφτόμουν: άγαλμα που έγινε αιώνιο
μέσα σε στοχασμούς υγρούς,
ένα λευκό σκουλήκι που στριφογυρίζει
στην αγάπη.
Μία αγάπη ανεξέλεγκτη.
Ένα όνειρο μέσα σε άλλο όνειρο.
Και ο εφιάλτης μου έλεγε: θα μεγαλώσεις.
Θ’ αφήσεις πίσω τις εικόνες του πόνου και του λαβύρινθου
και θα ξεχάσεις.
Αλλά τον καιρό εκείνο, το να μεγαλώσεις θα ήταν έγκλημα.
Είμαι εδώ, είπα, μαζί με τα ρομαντικά σκυλιά
Κι εδώ θα μείνω.

Ρομπέρτο Μπολάνιο Άβαλος

Από http://trenopoiisis.blogspot.gr/2015/09/roberto-bolano-avalos-los-perros.html

νεκροταφείο φρενοκομείου

Νεκροταφείο μακρινό κι απόμερο,
πένθιμο και θλιφτό, Φρενοκομείου
―νεκροταφείο πνευμάτων και ψυχών
κι ύστερα, το ξεσύρσιμο φορείου.

Απόγνωση στερνή, σε τόση απόγνωση,
βυθός, βυθού, σ’ άκραχτα σκότους βάθη:
ολοφυρόμενον ασκέρι σ’ έρημο,
μακριά από πόνους, τόσα μαύρα πάθη.

Το κυπαρίσσι, πένθιμο είναι σύμβολο
κι όμως δε φτάνει, θέλει κι άλλα ταίρια,
λωτόν, ελλέβορο, λιβανιστήρια πήλινα,
κοράκια και σκουλήκια στα ξεφτέρια.

Σκυλιά να ψάχνουνε σκυφτά στα μνήματα,
ιχνήλατα, στα ολόθλιβα τα βράδια,
μέσα στην άπειρη γαλήνη, την ολόπενθη,
μέσα στο φως και μέσα στα σκοτάδια.

Ρώμος Φιλύρας

στιγμαί μελαγχολίας

IV

Ναι, αγαπώ να σκέπτωμαι εις των νεκρών την πόλιν·
Παρά τους οίκους της συχνά διήλθον νύκτα όλην,
Κ’ εσκέφθην… ήτο θλιβερά η σκέψις, απαισία,
Ωσεί πνοή εκφεύγουσα από τους τάφους κρύα.

Χοροί και θέατρα εκεί το σκότος μόνον είναι,
Εις σιωπήν απέληξαν αι αρμονί’ εκείναι,
Η γλαυξ κραυγάζει που εκεί ανάρθρως, μονοτόνως,
Ο θάνατος περιπατεί επί των τάφων μόνος.

Ενίοτ’ η κυπάρισσος, σκοπός των τεθνεώτων,
Τίς ει! μετ’ ήχων θλιβερών φωνάζει, αλλοκότων·
Η σιωπή δε απαντά, ο θάνατος,– προχώρει,
Και ήτο φίλος, όν εχθρόν υπόπτως εθεώρει.

Δάκνουν εκεί οι σκώληκες τα εύμορφα τα χείλη.
Ά τρέμων ίσως εραστής περιπαθώς εφίλει,
Και κόνις πίπτουσι χαμαί αι χείρες και τα στήθη
Εφ’ ών ο έρως άλλοτε εγέλα, εκοιμήθη.

Κόμαι ξανθαί ή μελαναί, ως άκομψος τολύπη,
Υπό την γην καθεύδουσι· κοιμάτ’ εκεί η λύπη·
Κοιμάται, αλλά άγρυπνος ο θάνατος υπάρχει,
Δηλών ότι εκάτερος του κόσμου τούτου άρχει.

Εις το κρανίον δε εν ώ τίς οίδε τί μεγάλαι
Ιδέαι εγεννήθησαν, τί κόσμος ήτο πάλαι,
Νυν η αράχνη νωχελώς το ύφασμα υφαίνει,
Ή κατοικεί ο σκορπιός και την ουράν του σαίνει.

Χα χα, οπόταν άλλοτε εντός χορών ευρέθην,
Κ’ έβλεπον τόσην καλλονήν, νεότητα και μέθην,
Τους εφαντάσθην προς στιγμήν νεκρούς χαμαί πεσόντας,
Όπως τους έβλεπον εκεί γελώντας, αγαπώντας.

Νεκρούς! ακόμη ν’ αντηχεί η μουσική γλυκεία,
Του Στράους έτι οι χοροί να πάλλουν, ευωδία
Να πλημμυρή την αίθουσαν, και αι στολαί εκείναι,
Στολαί νεκρών ή εορτής επάνω των να είναι.

Τα φώτα τας ακτίνας των εισέτι να σκορπίζουν,
Αντί χορού τα πτώματα εκείνα να φωτίζουν·
Τα πτώματα… και να κρατή ο εραστής ακόμη
Την νέαν ής τον έψαυεν η μυροβόλος κόμη.

Να μη εκφράζη τίποτε το άψυχόν της βλέμμα,
Η χειρ δε να εκτείνηται εις σύντροφον ηρέμα,
Και ν’ απαντά το έδαφος, και ν’ απαντά σανίδας,
Και να καλύπτη σιωπή τόσας κρυφάς ελπίδας.

Παρήλθε χρόνος –έσβεσαν τα φώτα– εσκοτίσθη
Η αίθουσα και της ζωής το λείψανον εσχίσθη.
Τους εφαντάσθην· ο χορός, χορός σκωλήκων ήτο,
Κ’ η σιωπή την σιωπήν εκείνην εφοβείτο.

Ιδού ο άνθρωπος· εδώ εν μέσω των κοκκάλων
Τον της ψυχής μου άγριον καθησυχάζω σάλον·
Η γη αυτή την καλλονήν, η γη αυτή ιδέας
Ψυχρώς κατέφαγε πολλάς, και ίσως κολοσσαίας.

Και μετ’ αυτών αν ήδη ζω, αλλ’ αύριον θα είμαι·
Νεκρός επί νεκρών πολλών και άμορφος θα κείμαι·
Το χείλος μου θ’ ασπάζεται ψυχρόν, ψυχρόν το χώμα,
Και αδρανές και άψυχον θα σήπεται το σώμα.

Όταν νεκρός διέρχεται, προς τί, προς τί θρηνείτε;
Αν η ψυχή σας η δειλή τον θάνατον φοβείται
Ειπέτε με, ειπέτε με τί η ζωή αξίζει,
Οπόταν ζη δίχως να ζη και δίχως να ελπίζη;

Αν των θανόντων δεν λαλούν, πλην δεν θρηνούν τα χείλη,
Το στόμα των εάν σιγά, έστενε, δεν ωμίλει
Και των ρυτίδων έπαυσεν η σώρευσις· χαρήτε,
Τί τους λυπείσθε, δια τί τον θάνατον πενθείτε;

Αλλ’ όταν ζη τις τεθνεώς· όταν καρδίαν πλέον
Δεν έχη, και απώλεσε παν όνειρον ωραίον,
Τότε θρηνείτε· ο νεκρός αυτός διανοείται·
Τί είχε, τί απώλεσε, τί ήλπισ’ ενθυμείται.

Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος

Από Το Κoskino

έτσι είναι η ποίηση;

καμιά φορά μπερδεύομαι
με τα ποιήματα
που νομίζουν πως είναι
ποιήματα
επειδή είναι χωρισμένα
σε στίχους

ενώ αν τα έγραφαν
σε αράδες
θα είχαμε
ένα κανονικό
κανονικότατο
πεζό

έτσι είναι η ποίηση;

Χρήστος Αγγελάκος

Από http://www.bibliotheque.gr/article/46359

το κορίτσι του λεωφορείου

Μια νύχτα χειμωνιάτικη και βροχερή και κρύα
Με το αστικό πηγαίνοντας στο σπίτι μου γραμμή
Σε είδα που κοιμόσουνα πίσω στην γαλαρία
Κοιμόσουνα και έβηχες σ’ όλη τη διαδρομή

Τα δάκτυλά σου τα λεπτά, κατάλευκα σαν χιόνι
Με το μαλλί ατημέλητο κι ανταύγεια καστανή
Τρέμεις λες και ολόκληρο το σώμα σου παγώνει
Κουρνιάζεις και ζεσταίνεσαι από τη μηχανή

Καθόμουνα και κοίταζα το εύθραυστο κορμί σου
Που έμοιαζε με ζωγραφιά επάνω σε γυαλί
Και μόνος μου ψιθύριζα: «Μες στην γωνιά κοιμήσου
Κοιμήσου και να ονειρευτείς τι θέλεις πιο πολύ»

Ξύπνησες και με κοίταξες βουβά κι απορρημένα
Σαν να ‘μοιαζε το βλέμμα σου να χάνεται αλλού
Πόσα ζαφείρια βρίσκονται στα μάτια σου κρυμμένα
Και λάμπουν σαν χρυσόσκονη στο κύμα του γιαλού;

Ώρα πολλή σε κοίταζα και έχασα την στάση
Κατέβηκα τρεκλίζοντας τρεις στάσεις παρακεί
Μούσκεμα ως το κόκκαλο στο σπίτι είχα φτάσει
Ήταν μια νύχτα βροχερή, κρύα κι ιδανική

Ανδρέας Αντωνίου

Από http://www.poiein.gr/archives/30299/index.html

το θεώρημα (9)

Κάποιος συνθέτει με λεπτομέρειες
το όλον. Αρχιμάστορας που το ‘να του χέρι
είναι ζωή και τ’ άλλο θάνατος.
Ο μαγικός του εγκέφαλος
είναι το σύμπαν.

Όταν το φως εγείρεται
μεταβαλλόμενο σε καθαρή ιδέα
κι οι κάτοικοι του Κόσμου
αποκτούν ένα διαμάντι ο καθένας
διάφανο σαν ψυχή
για να πορεύονται αιώνια,
όπως το πρόσταξε,
μέσα σ’ όλα, ο Άναρχος Ευεργέτης,
ο Ανεξερεύνητος Κανένας.

Λευτέρης Πούλιος

προοίμιο

Απόθεσε τώρα ξανά
τις αποσκευές σου
άνοιξε για μια ακόμα φορά
―τελευταία;―
τα μπαούλα σου ένα ένα.

Τώρα που ο ξενοδόχος
πληρώθηκε αδρά το νοίκι
τέρμα οι τσιριμόνιες
οι καμαρότοι οι υπηρέτες
οι γαλιφιές και τα τέτοια.

Άπλωσε τα υπάρχοντά σου
στα σβέλτα πριν γείρει ο ήλιος·
βιάσου!
Η μούχλα και ο σκόρος παραμονεύουν.

Είναι κι ο ξεναγός από κάτω
που σημαίνει το καμπανάκι:
«Εμπρός! Στα Μουσεία, φωνάζει, στ’ Αρχαία!
Εμπρός, βιαστείτε, πριν γείρει ο ήλιος,
η περιήγηση φτάνει στο τέρμα!»

Στέφανος Ιωαννίδης

μετά

Μετά θα γίνω άμμος.

Κόκαλα άσπρα κελύφη
Δόντια μαργαριτάρια.

Θα βάψει το αίμα μου κοράλλια
Ψάρια τα σπλάχνα μου θα ταΐσουν.

Και τα μαλλιά θα κολυμπούν με φύκια
Και των μαλλιών μου η λάμψη στα ρηχά θα παίζει.

Κι όλο το δέρμα μου άμμος
Ζέστη, απαλή στα πόδια των παιδιών.

Χάδι δροσιάς τη νύχτα στων εραστών τις πλάτες
Υγρή αγκαλιά των κοχυλιών, αστρόσκονη.

Και πρώτη ύλη παλατιών που ο άνεμος γκρεμίζει.

Λένα Καλλέργη

Από http://poema.gr/blog.php?id=18&pid=27

στο μπαρ

Απόμερο το μπαρ που ξενυχτάς,
πίνεις ποτό,
καπνίζεις δυο τσιγάρα,
γλυκιά οπτασία φέρνει το λογαριασμό,
πληρώνεις,
της χαμογελάς
και φεύγεις.
Πόσα χαμόγελα;
Πόσες ματιές;
Τα χείλη σας
δεν θέλησαν ποτέ να γνωριστούνε.
Μόνο που χάνεσαι τα βράδια στο ποτό
κι αδειάζεις της ζωής σου το ποτήρι.

Θεοχάρης Παπαδόπουλος