το σακί

Ήμουν παιδί ακόμη δεν τους καλοθυμάμαι.
Μπήκανε στο χωριό μου ένα πρωί
μα δε σταθήκανε. Περάσανε
αργά πάνω στο χιόνι. Τα γένια τους
ανάμεσα στα σύννεφα και τις κοτρόνες
καθώς τους χώνευε το βουνό.
Μονάχα ο τελευταίος δε φεύγει απ’ το μυαλό μου.
Κράτα το άλογο, μου είπε
και βάζοντας το σκούφο του στην αμασχάλη
έσκυψε στο νερό να πιει
και τόνα μάτι του με κοίταζε απ’ το πλάι.
Κοίταζε τα κουρέλια μου
τα πόδια μου μες στις λινάτσες
τις ξόβεργες στα ξυλιασμένα χέρια μου
και πώς του χαμογέλαγα
κρατώντας τ’ άλογο με περηφάνια.
Το ίδιο εκείνο μάτι με κοίταζε τον άλλο χρόνο
αχνό βασιλεμένο
όταν αδειάσαν ματωμένο το σακί
και κύλησαν στη μέση της πλατείας
κομμένα τα κεφάλια τους.
Ήταν ο χρόνος που κατέβηκα στην πόλη
και πούλαγα τσιγάρα σε δρόμους και πλατείες.

Γιώργης Παυλόπουλος

Από http://www.poiein.gr/archives/361

έξω βρέχει

Έξω βρέχει, βρέχει λυπημένα·
Οι γαρδένιες κλαίνε κι οι γαρυφαλιές,
Τα νερά σιγοθρηνούνε και θλιμμένα
Τις χλωμές μουσκεύουνε ψυχές.

Τάκης Ανθήλης

Από http://anemourion.blogspot.gr/2016/05/1916.html

σκάλισμα

Ίδια είν’ η μοίρα του στεριανού:
στην αχανή αυτή κενότητα
-έστω, ας την πούμε αιωνιότητα-
κάθε υπόλειμμα
σαν το σπυρί που κλέβει το σπουργίτι
κάθε ανάμνηση
αιχμάλωτη στ’ αμπάρι
βουλιάζει με το πλοίο του εαυτού.

Ντέμης Κωνσταντινίδης

Από Αλλιώς

πικρία

Αχ!, τόσα ακόμα μπόραγα να πω.
Τις νύχτες μου που γύρναγα αλητεία
τις πύλες έσπαγα Αλέξανδρος να μπω
σα μου τις βρόνταγε στα μούτρα η πολιτεία.

Είχα να πω, στην άκρη αυτή του ωραίου κόσμου
που βρέθηκα για μια φορά για πάντα:
Σφυροκοπάει ο κεραυνός εντός μου
κι ουρλιάζουνε οι κέρβεροι στην μπάντα.

Πια τώρα τίποτα δεν λένε οι ανθρώποι
κι οι αγαπημένοι δρόμοι βουτηγμένοι στο σκοτάδι.
Σάμπως να με ξεπροβοδάν μοιάζουν οι τόποι
για το στερνό ταξίδι μου στον Άδη.

Ωραία λοιπόν κι όλα καλά, μονάχα,
οι στίχοι μου περήφανοι αλαργεύουν
γλάροι στα ποντοπόρα φορτηγά, σαν τάχα
μες στη βροχή και στα νερά να με ξοδεύουν.

Λευτέρης Πούλιος

Από http://ppirinas.blogspot.gr/2016/06/blog-post_6.html

τα οικογενειακά πορτρέτα του κ. Ντελ

Στην οικογένεια μου είμαστε όλοι πορτρέτα.
Ζούμε γαντζωμένοι από καρφιά.
Με πρόσωπα χλωμά και μάτια μαύρα
μαλλιά σε κότσο και παλαιομοδίτικα φουστάνια
σακάκια που μυρίζουν πράσινο σαπούνι.
Καθώς είμαστε κρεμασμένοι σε τοίχους
που χρειάζονται σοβάτισμα,
έξαφνα κάποιος ερωτεύεται
η κορνίζα του ραγίζει
και κυλάει στο πάτωμα.
Στον τοίχο εμφανίζεται τετράγωνος
ο λεκές της απουσίας.
Ύστερα από λίγο κάποιοι τον ανασύρουν
τον αποκαθιστούν στην αρχική του θέση.
Μόνο τα μάτια του για λίγο αλλάζουν χρώμα.
Μπορεί όμως να’ ναι κι απ’ την υγρασία.

Χλόη Κουτσουμπέλη

Από http://staxtes.com/2003/?p=9273#more-9273