για να γράψεις ένα καλό ποίημα

Πρέπει να τρως για χρόνια
μαρμελάδες με σκατά
να πετάς πέτρες στους αστυνομικούς,
στους υπαλλήλους Τραπεζών, στους λεφτάδες
και μια πιο μεγάλη στον πατέρα σου
μόλις σου πει
«και εμείς είχαμε όνειρα κάποτε».
Για να γράψεις ένα καλό ποίημα
πρέπει να έχεις άδεια τσέπη
και μια καρδιά άκαρδη για τον εαυτό σου
και για όλους όσους έφτιαξαν
«θαύματα» τριγύρω σου
γιατί εσύ δεν τους θέλεις
έτσι που είναι.
Εσύ αγαπάς
τις φτερούγες των πουλιών
τις φωτιές των δράκων
τα αδέσποτα σκυλιά
το φυλακισμένο καναρίνι,
Για να γράψεις
ένα καλό ποίημα
τέτοια πρέπει να σου συμβούν
αλλιώς βούλωστο.
Η Λογοτεχνία δεν είναι ρεστοράν γκουρμέ
κι απαίτηση όμορφων λέξεων
της «δημιουργικής γραφής»
αλλά είναι ένα βυτιοφόρο
γεμάτο εκρηκτικά
που ενώ δεν το περίμενες
θα πέσει πάνω σ’ όλους μας
και θα μας κάνει σκόνη
όταν γράψεις ένα καλό ποίημα.

Ηλίας Κουτσούκος

Από Ταξίδι στην ποίηση

οι γάτες των ποιητών είναι άτυχες

Έχω δει με τα μάτια μου
ποιητές να παίρνουν αγκαλιά
τα σχιζοφρενικά συμπράγκαλά τους
και να βουτάνε
από γέφυρες
από ταράτσες
από πεζοδρόμια, κυρίως από πεζοδρόμια,
στο εσωτερικό κενό της ύπαρξής τους
Συνήθως πηδούν την ώρα
που η σημαία υποστέλλεται
Η σημαία της πατρίδας
Η σημαία του αφέτη
Η σημαία τους

Πίσω στο σπίτι
οι γάτες τους τούς περιμένουν
τρεις μέρες συνήθως
Μετά αντιλαμβάνονται το μάταιο του πράγματος
ψελλίζουν ένα “γαμώ την τύχη μου”
και βροντούν την εξώπορτα πίσω τους

Βαγγέλης Αλεξόπουλος

Από σινιάλο

μόνιμα ριψοκινδυνεύοντας

Μόνιμα ριψοκινδυνεύοντας να γελοιοποιηθεί
ή να πεθάνει
κάθε φορά που δίνει παράσταση
πάνω από τα κεφάλια
του κοινού του
ο ποιητής σαν ακροβάτης
σκαρφαλώνει στη ρίμα
σ’ αυτό το ψηλό σκοινί που έφτιαξε μονάχος του
και ισορροπώντας στις ευθείες των βλεμμάτων
πάνω από μια θάλασσα προσώπων
προχωρεί
προς την άλλη άκρη της μέρας
κάνοντας κόλπα αεροπλανικά
και δήθεν γλιστρήματα του ποδιού
και άλλα τέτοια θεατρινίστικα
κι όλα αυτά χωρίς να κάνει σφάλμα
πουθενά
γιατί μπορεί σκοινί να μην υπάρχει

Γιατί είναι ο υπέρ ρεαλιστής
που πρέπει οπωσδήποτε να μάθει
την τεντωμένη αλήθεια
πριν κάνει ακόμα κάποιο βήμα ή πάρει κάποια στάση
προχωρώντας υποτίθεται
προς μια ακόμα ψηλότερη κούνια
όπου η Ομορφιά στέκει και περιμένει
σοβαρή
πριν ξεκινήσει το πήδημά της στο κενό
κι αυτός
ένας μικρούλης Σαρλώ
που ίσως πιάσει ίσως και να μη πιάσει
την ωραία αιώνια μορφή της
καθώς αυτή έχει δέσει τα πόδια και έχει ρίξει το
κορμί της
στον άδειο αέρα
της ύπαρξης

Lawrence Ferlinghetti

Μτφ Ρούμπη Θεοφανοπούλου

η ζυγαριά

Στη μια πλάστιγγα βάλε τον ήλιο∙
βάλε τη θάλασσα∙ βάλε το τραγούδι.
Στοίβαξε όλα τα νησιά του Αιγαίου,
με τα κοχύλια των ευτυχισμένων ποιητών.
Τι άλλο μένει; Ο έρωτας. Βάλε, λοιπόν,
στην κορφή, πάνω απ’ όλα, και τον έρωτα.

Όμως η πυραμίδα τούτη της χαράς
κατακόρυφα θα μπορούσε να υψωθεί,
αν στην άλλη πλάστιγγα ακουμπούσαν
ένα μικρό αντικείμενο νοσοκομείου.

Γ.Θ. Βαφόπουλος

Από Translatum

τυφλός ήλιος

Ούτε απόψε
χρειάστηκα τα μάτια μου.
Τα έβγαλα πέρα μια χαρά
με το σκοτάδι.

Ποιος είναι αυτός
που βρέχει το χορτάρι
κάθε απόγευμα;
Θα τον μαντέψω
να του κάνω το τραπέζι.
Έτσι απότομα
που έσβησε η μέρα
το μεσημέρι
δεν αντάμωσε το δείλι.
Αν φανταστώ το φως
θα ξημερώσει.
Προτού χαράξει
θα βάψω τα παράθυρα γαλάζια.
Τυφλός ο ήλιος θα πιστέψει
πως μετοίκησε ο ουρανός.

Αντώνης Τσόκος

Από Αντώνης Τσόκος f/b

ο μπακάλης

Θυμάμαι το μπακάλη
με το ποδήλατο
το Χρήστο το Ραβάνη
κοντό κι αδύνατο.

Δεκάδες προϊόντα
στ’ όχημα στοίβαζε
ερχόταν πόρτα πόρτα
και μας τα μοίραζε.

Δυο τσάντες στο τιμόνι
πίσω κιβώτιο
με ήλιο και με χιόνι
στο δρομολόγιο.

Με τις παραγγελίες
ποτέ δε λάθεψε
κι απ’ όλες τις κυρίες
εύσημα μάζεψε.

Άφταστο στην προπαίδεια
το μολυβάκι του
τίμια βερεσέδια
στο τεφτεράκι του.

Θυμάμαι τη ρετσίνα
-το κεχριμπάρι του-
που ‘χε τα χρόνια εκείνα
μες στο κελάρι του.

Πέφταν σαν τις ακρίδες
οι ξεροσφύρηδες
εργένηδες, μπεκρήδες
και νοικοκύρηδες.

Τα βράδια τον τιμούσε
κι αυτός τον οίνο του
κι ύστερα γρατζουνούσε
το μαντολίνο του.

Άρης Μπιτσώρης