ο άστατος

Τα μάτια μου στράφηκαν
πίσω από μια μελαχρινή που πέρασε.

Ήταν από σεντέφι μαύρο,
ήταν από σταφύλια μωβ,
και μου μαστίγωσε το αίμα
η από φωτιά ουρά της.

Ξωπίσω απ’ όλες
πηγαίνω.

Πέρασε μια ανοιχτή ξανθιά
σαν ένα φυτό χρυσό
σείοντας τα κάλλη της.
Και μου έφυγε το στόμα
σαν από ένα κύμα
αδειάζοντας στο στήθος της
αστραπές από αίμα.

Ξωπίσω απ’ όλες
πηγαίνω.

Αλλά σε σένα, χωρίς να κινηθώ,
χωρίς να σε δω, σε σένα απόμακρη,
πάνε το αίμα και τα φιλιά μου,
μελαχρινή και ανοιχτή μου,
ψηλή και μικρή μου,
φαρδιά κι αδυνατούλα μου,
ασχήμια μου, ομορφιά μου,
καμωμένη απ’ όλο το χρυσό
κι από όλο το ασήμι,
καμωμένη από όλο το σιτάρι
κι από όλη τη γη,
καμωμένη απ’ όλο το νερό
των θαλασσινών κυμάτων,
καμωμένη για τα χέρια μου,
καμωμένη για τα φιλιά μου,
καμωμένη για την ψυχή μου.

Pablo Neruda

Μτφ Βασίλης Λαλιώτης

έτσι θα χαθούμε

Μιλώ συχνά για τους παλιούς ανθρώπους. Για εκείνους που
πορεύτηκαν με τα στοιχειώδη, ανάλαφροι από το βάρος της υποψίας.

Αναπολώ όσους έζησαν κι όσους επιμένουν να ζουν μες στη
βαρυχειμωνιά της εποχής. Παλιές γυναίκες και άντρες που γνώρισαν
την αλήθεια κι ας μη μιλούν.

Μιλώ γι’ ανθρώπους πατρίδες όπου επιστρέφουμε για να θυμηθούμε
ή να δακρύσουμε. Για ‘κείνους που έζησαν μιαν άλλη ζωή, πιο ζωή απ’
τη ζωή μας. Και γεύτηκαν ή θα γευτούν έναν άλλον θάνατο, πιο
θάνατο από τον δικό μας.

Έζησαν και ζουν αθόρυβα σε στενά διαμερίσματα με μια-δυο
γλάστρες στο μπαλκόνι ή σε ταπεινά σπίτια της επαρχίας με μπαχτσέ
και μια μουσμουλιά για σκιά στο πλάι.

Κι οι σπουδαγμένοι του σήμερα θέλουν να μας πείσουν για την
αύξηση του προσδόκιμου, δίχως ν’ αρθρώσουν λέξη για το λίγο
μπορεί κι ελάχιστο μιας ζωής γεμάτης.

Γεμάτη ζωή πάει να πει άδεια από περιττούς λογισμούς και κινήσεις.
Θα πει συγκατάβαση, υπομονή και γνώση της φθοράς και του τέλους.

Κι όσοι πληρώσαμε το τίμημα του «νέου είδους» δεν θα καταφέρουμε
ίσως ποτέ να παλιώσουμε όπως πάλιωναν άλλοι κάποτε.

Ένα προώρως γερασμένο είδος. Απονενοημένο γέννημα μιας άλλης
γενιάς που δεν της δώσαμε το χέρι, δεν της ανάψαμε καντήλι, δεν τη
μνημονεύσαμε.

Έτσι θα χαθούμε.

Γιώργος Σαράτσης

Dolorosa

Στα σκαμνάκια προσευχής η ισορροπία είναι εύθραυστη
Η στόφα τους είναι τριμμένη
Αποκαλύπτοντας έναν πνεύμονα από καρφιά
Δίπλα,το κρεβάτι θάλαμος προσεδαφίσεως
Μια δυστοπία αναγκαία
Ώστε το σώμα να εισπνεύσει την ανάπαυση
Μες στο το βαμβάκινο ασυνείδητο κουκούλι
Στο παραπλήσιο τραπεζάκι η αγυρτεία ρόδων
Κομμένων από την δεξιά πλευρά του κήπου
Μαζί με μια μαρμάρινη Μαντόνα χωρίς μάτια
Η Καινή, Βίοι Αγίων αλφαβητικά, η αγαπημένη Σουλπικία
κι ένα ποτήρι ανθόνερο.
Ροζάρια παντού κυρίως στα δόντια
Και βαλεριάνα υπογλώσσια. Ωστόσο
Η υπνική κατάσταση δεν έρχεται
Αντ’ αυτού καίει το μηνίγγι στην διάσειση των πεπραγμένων
Γιατί κοιτώντας πίσω ξέρει
Πως τα σκυλιά που αλυχτούν
Είναι οι πράξεις της που τη στοιχειώνουν.

Στέλλα Δούμου

Από Περί Ου

να σε ακούσω

Να σε ακούσω
δεν είναι παρά ένας άλλος δρόμος να ανέχομαι το αδύνατο
αδιάκοπα μιας κίνησης
που καθρεφτίζει το μέλλον
σε εκείνη την επιφάνεια του νερού
την φτασμένη ως το μυστήριο της συλλαβής των ονομάτων
όλων όσων είπαν τα τελευταία τους λόγια
κι εγώ τα άκουσα

Λουκάς Λιάκος

Από Στάχτες

αέρας

Ο αέρας ποντάρει στις αποστάσεις:
κοντοζυγώνει τον ορίζοντα,
να πετούν κάνει τα δέντρα
και τζαμόπορτες σηκώνει μεταξύ ματιών και τοπίου.

Ο αέρας ποντάρει στους ήχους:
σπάζει τ’ ουρανού τους φεγγίτες,
και γεμίζει με αντίλαλους ασημένιους νερού
των αφτιών τα κοχύλια.

Ο αέρας ποντάρει στα χρώματα:
βάφει το ρυάκι με πράσινο των φύλλων
και το κάνει ξαφνικά γαλάζιο
ή του ράβει φραμπαλάδες των σύννεφων.

Ο αέρας ποντάρει στις αναμνήσεις:
παίρνει όλους τους θορύβους
και αφήνει καθρέφτες σιωπής
τα ζωντανά για να κοιτάζει χρόνια.

Xavier Villaurrutia

Μτφ Γιώργος Κεντρωτής

Από fb/yorgos.kentrotis

οι πρώην φίλοι μου γαμάνε φάλαινες

Το ζήτημα είναι ν΄αποφεύγεις τις στραβές
Ο ανεμιστήρας φυσάει γενικά σκατά
και ο καθένας έρχεται στον κόσμο αυτό κυρίως
για να φθαρεί σε προαποφασισμένους εθισμούς
που έχουν εξήγηση αλλά τους γουστάρουμε
με την ελπίδα ενός λιγάκι πιο γλυκού θανάτου.
Τη γνώρισα στο μπαρ πηγαίναμε αγκαλιά
κι εκεί μου ήρθε για να τη ρωτήσω
αν ξεπετάει κατουρημένες πούτσες κι ύστερα
ούτε που τη θυμάμαι κι αν το έκανε.
Η ομορφιά είναι τιμωρία κλείνει κάποτε
μουνιά που τα τρυπάει με παραμάνες
κλωτσάει σκουπιδοτενεκέδες πρωϊνούς
κι έπειτα ψάχνει λίγη αθώα σάρκα
σε ποιήματα για δυο βυζιά ουράνια τόξα.
Το ζήτημα είναι ν΄αποφεύγεις τις στραβές
αυτός που θέλει εξηγήσεις καθαρές
ζητάει πολυτέλειες στον κόσμο μας
που ήρθαμε για να φθαρούμε και να φύγουμε
μες στα σκατά που εξακοντίζουν οι ανεμιστήρες.
Ενώ, εν τω μεταξύ, οι πρώην φίλοι μου
είναι όλοι οικολόγοι και γαμάνε φάλαινες
παίρνουν τα ψυχοφάρμακά τους και τηλεφωνούν
για να μου υπενθυμίσουν πως εγώ είμαι ο τρελός.

Βασίλης Λαλιώτης

Από Βασίλης Λαλιώτης

η νύχτα

I

Νύχτα, νύχτα, βάθος του έβένου
πίκρα μοναχή σαν κυπαρίσσι
κολυμπάει στις φλέβες μας ό κόσμος,
φεύγει καί γυρίζει γύρω άπό ’να
σκοτεινό κι άκίνητο μαγνήτη.

Όμως πάντα υπάρχει μες στο αίμα
μια φωνή τυφλή πού μάς ορίζει.
Τήν άκοΰς για λίγο, μά ύστερα τό ψέμα:
τα κομμένα χέρια μας πού ψάχνουν
άετούς γιγάντιους στον άγέρα.

Αγρυπνούμε στά βιβλία καί διαβαίνουν
τ’άστρα γυμνωμένα, ό κόσμος όλος
λαμπερός σά βότσαλο στον ήλιο.
Ένα φως σκληρό πού μεγαλώνει
καί μάς κρύβει τ’ άστρα καί τον κόσμο.

Δεν υπάρχει φως όπως τό βλέπουν
τά θαμπά μας μάτια. Είναι καθρέφτης
όπου άποδημούνε σαν πουλιά
οί αισθήσεις διψασμένες καί γυρίζουν
φορτωμένες μια πορφύρα μαύρη.

Έχουμε τά χέρια μας κι ύπάρχουν
δέντρα καί καρποί, κορμιά στον ήλιο.
Σέ σκιές άπλώνουμε τά χέρια,
δίνουμε τό σώμα μας στήν πίκρα.
Δεν υπάρχει φως. Αύτό πού λάμπει
καί σηκώνεται στα μάτια μας σά δέντρο,
σά βουνό καί σάρκα, είναι ό καιρός.
Ξέφυγε άπ’τά βάθη μας καί τώρα,
θήκες τού κακού, παραπατάμε
μες στις ίδιες μας στιγμές μονάχοι.

II
…………………………………………….
Σάρκα καί ψυχή. Σά γεννηθούμε,
μίσος άξεδιάλυτον ορίζει
κατοικία τής γής τον ούρανό.
Τό κακό περνάει σαν καβαλάρης
μες στις φλέβες πού άρχισαν να φέγγουν.
Παίρνει φως ή νύχτα, ξημερώνει
έρωτας, άγάπη καί καημός.
Οί άνθοί γεννιούνται όπως απλώνει
φλογισμένη ό ίλιγγος παλάμη,
δέρμα τής ζωής καί τού θανάτου.
Ξενυχτάει στά χέρια μας ή πλάση
λάμπουνε τα δέντρα σαν άστέρια
τα πουλιά βαστούνε τήν καρδιά μας.
Ύστερα χορεύει, σκοτεινός
με τά σάπια φύλλα ενας άγέρας.
Πέφτει ό ήλιος, ξίφος τροχισμένο,
στα κορμιά πού λάμπουν σά γυαλί.
Ίσκιος δεν υπάρχει να σωθούμε,
ζωντανοί νά γίνουν οί καθρέφτες.

Νύχτα, τής ψυχής βαθύ νερό,
θρόμβοι των άστερισμών άνοίγουν
τις πλατιές άκτές των ουρανών,
έρχονται πουλιά σά φλόγες κι όλο πέφτουν,
πέφτουνε στο γήινο χιόνι.

III

Θέλεις νά φωνάξεις, μά ή κραυγή σου
στο νερό βυθίζει πού θηλάζει
τον παλμό τής πλάσης καί τού ονείρου,
σκοτεινό κι άμίλητο νερό.

Ποιός ύπάρχει μέσα στο κορμί μας;
Ποιός μέσα στις πράξεις μας κι άνάβει
την πικρή φωτιά στο πρόσωπό μας;
Βλέπουμε κι άγγίζουμε τά πάντα,
ήλιε, σκοτεινέ γρανίτη πού είσαι;

Είμαστε κλεισμένοι, μες στη φρίκη
δεν μπορούμε, δεν την ξέρουμε, γιατί ’ναι
χέρι φωτεινό καί μας προσφέρει
λαμπερούς καρπούς, κορμιά πού θέλουν
ποταμούς αισθήσεων να χορτάσουν.

Νύχτα, ή νύχτα πρόσωπο τού χρόνου
κατοικία τού χρόνου κι ή καρδιά μας
πέφτει σά γεράκι σ’ ό,τι άγγίζει.
Είμαστε μονάχοι μες στή νύχτα
κι ό,τι ’ναι δικό μας μας χωρίζει
άπό μάς τούς ίδιους. Δεν άργεί
κάρβουνο να γίνει ή κάθε πράξη.

Κάποτε ξαφνιάζει την ψυχή μας
μια σοφή σιωπή πού σβήνει άμέσως.
Λάμπουμε για λίγο, μά καί πάλι
ό εγκόσμιος ρόχθος κι ή καρδιά μας.

IV

Σιωπηλά τά δέντρα καί βαραίνουν
οί καρποί, σταγόνες τού καιρού,
μες στο κούφιο σώμα πού σωριάζει
πλήθος τις στιγμές σά σταλαχτίτες.

Προτομές του χρόνου στή σειρά
τούς άνθούς κοιτάμε νά περνούν,
τά πουλιά νά σβήνουν στον άγέρα.
Ένα μαύρο ρούχο θά σφουγγίσει
το σκαμμένο μάρμαρο καί πάλι
στο θαμπό γρανίτη θά χαθούμε.
…………………………………………….
Φύλλωμα τού χρόνου ή νύχτα φτάνει
στά κλαδιά της φτερουγίζουν οί ποιητές
καί ραμφίζουνε το άσήμι καί το άλάτι.

Τάσος Ρούσσος

Από Το Κοskino

θάνατος

Ούτε ελπίδα, ούτε τρόμος
Βρίσκεται στο ζώο που πεθαίνει
Ο άνθρωπος το τέλος περιμένει
Ελπίζοντας και τρέμοντας όμως.
Ξεψύχησε πάρα πολλές φορές
Και άλλες τόσες αναστήθηκε˙
Ο σπουδαίος που αναμετρήθηκε
Με δόλοφόνους και ληστές
Περιγελάει και χλευάζει
Της αναπνοής τη διαδοχή˙
Ξέρει το θάνατο απ’ την αρχή.
O Άνθρωπος τον Θάνατο κατασκευάζει.

W.B Yeats

Μτφ Ανδρέας Αντωνίου

κι αν γονατίσω μπροστά σου

Κι αν γονατίσω μπροστά σου
δεν θα ʼναι για να με λυπηθείς.

Νʼ απλώσεις τα χέρια
και να μπλέξεις τα δάχτυλα στα μαλλιά μου˙
να σκύψεις λίγο, να χαμογελάσεις
και, πρόσεχε, μη μιλήσεις.

Τα χείλη μου θέλουν σιωπή
για να ʼβρουν το δρόμο τους.

Σπύρος Λαζαρίδης

Από Ποιείν

η φωτεινή πλευρά

Είμαι αλκοολικός.
Έχω λίγους φίλους.
Κανείς απ’ αυτούς
Δεν είναι αξιοπρεπής
Γυναίκα.
Είμαι άνεργος.
Ζω σε ερείπια.
Το αυτοκίνητό μου
Εγκαταλείπει σιγά-σιγά
Σαν γέρικο φάντασμα.
Αλλά ο Dow Jones της βιομηχανίας
Ανέβηκε σήμερα μια μονάδα.

Alex R. Knight III

Από ΤοKoskino