ξυπνάω ιδρωμένη

κι εγώ τη μυρωδιά σου έσερνα
βαριά
μέσα απ’ τη νύχτα
κι είχα τα χέρια μου κομμένα απ’ τους αγκώνες,
και μία σίγουρη φωνή•
είχα κλειδιά
-κλειδιά να δουν τα μάτια σου-
αλλά πώς ρίχνονταν λέει σε κείνο το πηγάδι
ρίχνονταν από ποιόν

τότε λοιπόν ερχόσουνα
όπως κανείς γυρνάει καμιά φορά στον εαυτό του
κι έκανες για ν’ ακούσεις
κι έλεγες πως θα έχει πάτο αυτή η πτώση-
μα δεν διακρίναμε•
δεν μας διακρίναμε από τον πάτο
ζωντανούς
και τις φωνές μας που ανεβαίναν σκοτωμένες

Μαρία Θεοφιλάκου

Από σινιάλο

υγρός τάφος

Βροχή καρφιά
σταυρώνουν όνειρα
θόρυβος πνίγει λαμαρίνες
σε τρύπιο φουσκωτό.
Πρόσφυγας ανήλικος
δίχως αδιάβροχο
η δικαιοσύνη.

Δήμος Χλωπτσιούδης

το παγωμένο χέρι

Το παγωμένο χέρι
της αλλοτινής ανέχειας
τσακίζει μία μία
τις σανίδες σωτηρίας
στους τωρινούς κατακλυσμούς

οι ενοχές μας
δημοσιεύονται σε εγχειρίδια
ακατάσχετης κοινωνιολογίας

το αύριο σκελετωμένο
σ’ ένα ανένδοτο σκοτάδι

εάν δεν ξεχερσώσουμε
τις πεδιάδες των αιώνων
τα τείχη της Ρώμης
θα επανέλθουν

Δημήτρης Τρωαδίτης