απολογία Σισύφου

Τι κι αν τα κύματα έσβησαν τα ίχνη των βημάτων μας στην άμμο;
Τι κι αν ο άνεμος γκρέμισε τα χωρίς θεμέλια κάστρα μας;
Εμείς, μια φορά, παλέψαμε.
Κι αν δε νικήσαμε, κι αν δε μας δόθηκε να δούμε νίκη παρά μόνο αγώνα,
δεν είναι από λάθος μας. Τέτοια είναι του κόσμου αυτού η τάξη.

Θα συνεχίσουμε λοιπόν, τη μάταιη πορεία μας, όσο να μας σταματήσουν.
Οι θεοί μας καταδίκασαν σε Γη Επαγγελίας να μη φτάσουμε ποτέ.
Δικαίωμά τους. Μας αρκεί που το ξέρουμε.
Μας αρκεί που, επί τέλους, νιώσαμε το παιγνίδι τους.

Τώρα όλα φαίνονται πιο καθαρά.
Η πάχνη της ελπίδας τίποτα πια δε θαμπώνει.
Βλέπουμε πως είχαμε νικηθεί πριν γεννηθούμε.
Έτσι, κάθε σχόλιο, κάθε διαμαρτυρία, περιττή.

Μόνο μια παρατήρηση αρμόζει:
ας μείνουμε, τουλάχιστον, ηττημένοι άρχοντες·
ας μείνουμε ηττημένοι άρχοντες και όχι νικημένοι σκλάβοι.
Είναι κι αυτό μια περηφάνεια.

Χρήστος Τρύφωνας

Από https://feltor.wordpress.com/2011/06/20/tryfonas/

το κέρδος

Καμιά φορά ζηλεύεις κάτι πρόσωπα
που δεν σ’ αφήνουν ούτε ν’ αναπνεύσεις,
μόνο επιμένουν να σου δείχνουν την ασκήμια σου,
τη μαλθακότητα που πάντα σε προδίδει.
Μα όταν τύχει να μιλήσουν και δεν φωτιστούν,
όταν το στόμα τους, τα δόντια τους προβάλλουν,
όταν κουτσαίνουν, όταν, τέλος, βρεις κάποιο ελάττωμα
με πόση περιφρόνηση επαναπαύεσαι, τι θρίαμβος!
Θαρρείς πως κάτι κέρδισες εσύ ο ίδιος.

Γιώργος Ιωάννου

Από http://tritolykkalam.blogspot.gr/2015/04/24.html

μια πέτρα μέτωπο της Μνήμης

Άσημος ναι, μα όχι ασήμαντος.
Μέσα του κρύβει χίλια άλογα,
δέκα ποτάμια κι έναν κεραυνό.
Μια πέτρα μέτωπο της Μνήμης θα βρεθεί
να τον κρατάει ζωντανό, σαν τους φαντάρους
που έχουν γράψει τ’ όνομά τους
σε βράχο απόκρημνο, στη γέφυρα του Θόλου
(φτερό θανάτου ή προστασία;) πάνω
απ’ το ποτάμι που το λένε Αρκουδόρεμα
με μαύρη ή κόκκινη μπογιά
ή έστω και με κιμωλία
ΕΣΣΟ πατρίδα ημερομηνία
ή ένα βέλος με καρδιά
για κάποια Άννα ή Μαρία.
Πόσο θ’ αντέξουν άραγε
στου ήλιου το μαστίγιο και της βροχής;
Η Μνήμη πάντοτε γερνά.

Κώστας Ιωαννίδης

Από http://genesis.ee.auth.gr/dimakis/Themata/8/7.html

βραδινή νοσταλγία

Απόψε ήρθε η νύχτα αντάμα με τη βροχή
– Χειροπιασμένες στρίγκλες –
Και μας σύναξε στο τσαντίρι μας νωρίς.
Κουρνιάζουμε άλαλοι, κι αφήνουμε
Μόνη τη βροχή
Να μας μιλάει – ιστορία ψιχαλιστή –
Για κάμπους κι ασημένιες αυλακιές,
Για τα σπαρτά και για τις παπαρούνες.
Ο μύλος στη ρεματιά – άσπρο τραγούδι –
ν’ αλέθει, ν’ αλέθει τον καρπό.

Ο Βαγγέλης, ο βουνίσιος αδελφός μας, σωπαίνει.
Ακουμπάει στη διχάλα του χεριού του.
Κι ο νους του δρασκελά τη θάλασσα…
Ήταν ξωμάχος, ένας ηλιοκαμένος ποιητής.
Που έσπερνε με το ξινάρι του
Καταπράσινες σελίδες.

Μα τώρα η γη η αγάπη του, τώρα η γη η ψυχή του,
Που τη χτένιζε σα μονάκριβη θυγατέρα,
Τώρα η γη ξενυχτάει κάτ’ απ’ τον ουρανό,
Απότιστη κι ανάλλαγη σαν έρημη εκκλησιά,
Που περιμένει τη λειτουργία των χεριών του.
Τώρα εκεί όλα είναι ένα λείψανο.
Τώρα ο μύλος αλέθει μόνο ερημιά.
Και τ’ αχούρια γεμίζουνε μούχλα.

Τα γράμματα πηγαινόρχονται ογρά.
« Ακριβέ μας, νοικοκύρη μου…ρημάξαμε..»
Κι ο νους τρέχει, τρέχει, τρέχει…
Λαβωμένο πούπουλο, μαζί με το νοτιά.
Αγγίζει σαν εικόνισμα το κατώφλι.
Σκύβει πάνω απ’ τον ύπνο των παιδιών.
Και το πρωί ξαναγυρίζει στο τσαντίρι.

Απόψε ήρθε η νύχτα μαζί με τη βροχή.
Και στα τσαντίρια κοιμηθήκανε τα φώτα.
Νύχτωσε στη θάλασσα, νύχτωσε κι εδώ.
Νύχτωσε κι έξω από τα μάτια.
Και μοναχά στο μαξιλάρι μας
Αγρυπνά ένα ό ν ε ι ρ ο,
Που κοιμάται και ξυπνά μαζί μας.

Μενέλαος Λουντέμης

Από http://atexnos.gr/o-poiitis-menelaos-lountemis/

τι συνήθεια

Τι συνήθεια είναι πάλι τούτη
Να γεμίζεις τα χαρτιά σου
Με σκακιστικά σύμβολα
Και καλά όλα τ’ άλλα
Εκείνα του μικρού και του μεγάλου ροκέ
Τι τα θέλεις
Κάτω απ’ τα ποιήματά σου
Ξέρω πολλούς
Που -δήθεν αγνοώντας
Τι σημαίνουν θα ισχυριστούνε
Ότι κάνεις Αυτοκριτική

Κώστας Γ. Μίσσιος

οι άνθρωποι φεύγουν

Οι άνθρωποι φεύγουν.
Με κλάμα με γέλιο συνεχίζουν και φεύγουν,
πολλάκις απρόσμενα,
Αποχαιρετώντας
χωμένοι μέσα στα γαρύφαλλα,
στο σαβανωμένο κρεβάτι,
ομορφότεροι από ποτέ,
παίρνουν μαζί τους ένα κομμάτι μας,
μια εποχή της ζωής μας,
μπολιάζουν αυτή που χάθηκε.
Κι εμείς λαβωμένοι όντας,
με πόνους στα πήλινα πλευρά του Αδάμ,
σκεβρωμένες πληγές οι ψυχές,
γινόμαστε μικρότεροι.
Κι όσο μεγαλώνουμε τόσο κονταίνουμε,
όσο προχωράμε τόσο απομακρυνόμαστε,
με ελπίδα πως κάπου θα σμίξουμε ξανά.
Αγκαλιάζουμε τη μοίρα σφίγγοντας τα πόδια της,
σκυφτοί, κυρτωμένοι,
εκλιπαρώντας την αιωνιότητα των κεριών
αιτούμενοι τους παραδείσους.
Υγραίνοντας με δάκρυα τους τάφους.
Να πούμε κι όσα δεν είπαμε.
Να αγκαλιαστούμε όσες φορές δεν βρεθήκαμε μαζί.
Να συγχωρέσουμε ό,τι δεν προλάβαμε.
Θεέ μου,
Ας κρατούσες τουλάχιστον την τάξη.

Δημήτριος Γκόγκας

Από http://dimitriosgogas.blogspot.gr/2016/10/blog-post_55.html

το άνθος

Αυτό το άνθος δεν πρέπει νάτανε για μας
Εμείς κατηναλώσαμεν ολόκληρον τον χρόνον της ημέρας μας
Σε αφελείς και αδέξιες επιδόσεις.
Ατημέλητοι, με το χέρι στην τσέπη, περιπλανήθημεν
Ανά τους δρόμους και τας πλατείας αυτής της πόλεως.
Ιδανικά αδιάφοροι, εγκαταλείψαμε την προσοχή μας
Σε κάθε λογής επουσιώδεις περισπασμούς.
Σπαταλήσαμε απερίσκεπτα την περιουσία μας,
Αγοράζοντας και μασουλώντας συνεχώς
Στραγάλια και παστέλια και μαντζούνια!
Είναι, νομίζομεν, περιττό να τονισθή
Ότι απέσχομεν από κάθε σκέψη σχετικής με συστηματικάς δραστηριότητας-
Ή, πόσω μάλλον, με ιπποτικά κατορθώματα
Ή ιδανικούς έρωτες και τα παρόμοια.
Κυρίως ειπείν: απέσχομεν από πάσαν σκέψιν!
Αυτό το άνθος, επομένως, δεν πρέπει νάτανε για μας.
Γιατί, όταν περί το μεσονύκτιον, επιστρέφοντας,
Διερχόμεθα από εκείνον τον ημίφωτο δρομάκο,
Όταν, λέγω, πίσω από τα βαριά παραπετάσματα
Του υψηλοτέρου παραθύρου ενός παμπάλαιου μεγάρου
Πρόβαλε κείνο το αβρό παρθενικό χεράκι
Και μας το επέταξε τρέμοντας,
Εμείς, όλως ανέτοιμοι και αναρμόδιοι ως είμεθα,
Το αρπάξαμε μηχανικά στον αέρα
Και το φάγαμε-
Το άνθος! Καταλαβαίνετε;
Το φάγαμε, το μασουλήσαμε και αυτό,
Με την ίδια ακριβώς ανευθυνότητα
Που όλη τη μέρα μασουλούσαμε
Στραγάλια και παστέλια και μαντζούνια!..
Ω! ασφαλώς, ασφαλώς!
Αυτό το άνθος δεν πρέπει,
Δεν μπορεί να ήτανε για μας!..

Άλεκ Σχινάς

Από http://mistyhopes.blogspot.gr/2016/09/blog-post_7.html

στέρξε με Αλήθεια να διαβώ απ’ την άλλη αλώβητος, στέρξε με!

Κι ο Αχελώος θυμώνει και ο Ευρώτας
Και ο Λουδίας κι ο Πηνειός- στα ποτάμια
Βρες την κυρτή αγωνία σου- στην κοίτη
Που τραμπαλίζεται και βοή βγάζει
Από ενεστώτα και διστακτικό επίρρημα.

Πλέουν όλα μες σε γαλήνη κορυφαία·
Λύνονται ξαναδένονται τα σκοινιά·
Ναυτικοί κόμποι στο ιστίο και ο άνεμος δεν ακούει·
Πήραμε το κατόπιν την αρετή και πουθενά δεν φτάσαμε-
Μπορεί να φταίει το ανάποδο των ημερών..

Γραμμένα κι άγραφα ανατονίζονται-
Ρέπουν προς μια σκοτεινή ευθανασία-
Κρατώ από σένα μια φωνή που δεν υπήρξε
Όπως δεν υπήρξαν τα φιλία, όπως δεν υπήρξαν οι αμεταχείριστοι πόνοι..

Γράφω και ξεπετσιάζεται ο ορίζοντας·
Ακολουθώ το δεντρολίβανο στα βάθη·
Στέρξε με Αλήθεια να διαβώ απ’ την άλλη αλώβητος, στέρξε με!
Τόσα ποιήματα και ούτε μία σημασία·
Τόσες συνειδήσεις κι όλα βουλιάξανε-
Πού κρύβεται γαμώτο ο παράδεισος;

Στρατής Παρέλης

Από http://stratisparelis.blogspot.gr/2016/10/blog-post_48.html

συλλογισμοί μιας ήσυχης νυκτός

Όταν όλα καλά πηγαίνουν,
τι φόβος και τρόμος από κάτω,
τι φόβος, κι ο τρόμος μέσα
επειδή όλα καλά πηγαίνουν,
τι αγωνία μουλωχτή!

Κάτι αόρατο σαν φίδι που έρπει διαρκώς
προς τη μεριά σου, ένας σκορπιός,
καθώς απολαμβάνεις τον καφέ και μειδιάς
γιατί και σήμερα όλα καλά πηγαίνουν, κάλλιστα–
κι αίφνης, «από το πουθενά»,
ο γερανός απέναντι σηκώνει αστραπιαίως
τα παρανόμως σταθμευμένα αυτοκίνητα.

Δεν ήταν το δικό σου!

Πού να βρεθούνε φίδια και σκορπιοί στην πόλη!
Όλα πηγαίνουνε καλά,
όλα καλά πηγαίνουν σήμερα
Κι απολαμβάνεις τον καφέ σου
στη σκιά μιας μέρας ηλιόλουστης,
ενώ κάτι που έρπει τώρα μέσα σου
συρίζει διαρκώς πως τίποτε δεν διαρκεί
είτε καλά πηγαίνουν όλα, είτε δεν πάνε διόλου.

Αντώνης Ζέρβας

Από http://stigmalogou.blogspot.gr/2016/10/blog-post_13.html