εωθινό

Την ώρα που μόνους μας ρύθμιζεν ο ύπνος
υγρό το χέρι σου έρρευσε να μου χαρίση
άρτο και οίνο, κοινωνίας κρυφής μεθύσι·
πλήρης ο πόθος ήτο ο μυστικός μας δείπνος.

Δεν είχε πλέον Γεσθημανή της προδοσίας,
βαθιά κι ηδέως μας εψιθύρισεν η κτίση·
κι αν είχε τρεις φορές ο πετεινός λαλήσει
ήταν για να προφέρει λόγια αθανασίας.

Μ’ άνθινο, ακάνθινο της ομορφιάς στεφάνι
το γάλα σώμα σου είχε στέψει το κορμί μου.
Άναψα τότε το τσιγάρο και μου εφάνη

πως ήσουν μέγα δέντρο εν μέσω της ερήμου,
γιγάντιο δέντρο, φουντωμένο ρόδα ή μήλα
και ζωντανό νερό στην ρίζα του που εκύλα.

Ηλίας Λάγιος

μάτια κλειστά

Στη φωτογραφία βγήκες με κλειστά τα μάτια.
Προσπαθείς, προσπαθείς,
μα είναι εξαιρετικά δύσκολο ―αν όχι αδύνατο―
να τ’ ανοίξεις.

Και παραμένει ο φόβος
πως αυτή θα είναι η τελευταία σου φωτογραφία,
η μόνη που θα επιβιώσει,
κι ότι όλοι θα σκέφτονται
«έτσι έζησε τη ζωή του,
με κλειστά τα μάτια».

Στέφανος Σταυρίδης

ελπίδα

σχολεία χωρίς μαθητές
τετράδια με σημειώσεις
ανοιχτά βιβλία, κίτρινες σελίδες
με το μάθημα της ιστορίας
σελ. 36, Κεφάλαιο Β’, ο Μιλτιάδης
κι η μάχη του Μαραθώνα,
πέφτουν οι σοβάδες
από τους υγρούς τοίχους
μ’ ένα βουβό χτύπημα
σαν αυτοκρατορίες που λένε
το ύστατο χαίρε,
μόνο ο γέρο-δάσκαλος επιμένει
να κρατά ζωντανή την ελπίδα
ποτίζοντας το μικρό γεράνι
στο παράθυρο
που κάποτε του χάρισαν
οι μαθητές του

Ειρηναίος Μαράκης

ένας που πείστηκε

Σώπασαν μέσα του πια οι κραυγές του σπαραγμού
κι οι τελευταίες εστίες αντιστάσεως.
Δεν πάσχει πλέον, δεν επαναστατεί,
τα ρούχα του δε σκίζει ουδέ χτυπιέται,
τις νύχτες δεν ουρλιάζει απελπισμένα.

Ακόμα και σ’ Αυτόν, όπου συχνά στο παρελθόν,
σαν τελευταία ελπίδα, είχε προσφύγει,
δεν έχει πια καμιάν εμπιστοσύνη ―
άλλωστε είχε κωφεύσει συστηματικά.

Φρόντισε, βέβαια, η ζωή στο μεταξύ και με σοφές
δόσεις, του στράγγιξε μεθοδικά όλο το αίμα,
τον έπεισε τελειωτικά.

Ένας παραιτημένος τώρα, ένας σιωπηλός,
δίχως σκληρές γραμμές, δίχως χαρακτηριστικά,
με μια αδιόρατη, πικρή γραμμή, μόνο στα χείλη,
αδιάφορος, γαλήνιος κι ευτυχισμένος.

Ανέστης Ευαγγέλου