Την ώρα που μόνους μας ρύθμιζεν ο ύπνος
υγρό το χέρι σου έρρευσε να μου χαρίση
άρτο και οίνο, κοινωνίας κρυφής μεθύσι·
πλήρης ο πόθος ήτο ο μυστικός μας δείπνος.
Δεν είχε πλέον Γεσθημανή της προδοσίας,
βαθιά κι ηδέως μας εψιθύρισεν η κτίση·
κι αν είχε τρεις φορές ο πετεινός λαλήσει
ήταν για να προφέρει λόγια αθανασίας.
Μ’ άνθινο, ακάνθινο της ομορφιάς στεφάνι
το γάλα σώμα σου είχε στέψει το κορμί μου.
Άναψα τότε το τσιγάρο και μου εφάνη
πως ήσουν μέγα δέντρο εν μέσω της ερήμου,
γιγάντιο δέντρο, φουντωμένο ρόδα ή μήλα
και ζωντανό νερό στην ρίζα του που εκύλα.
Ηλίας Λάγιος