η αλληγορία της πικροδάφνης

Οι πικροδάφνες προχωρούν σε δύο
ατέλειωτες σειρές·
Απ’ το σημείο που ξεκινάς
έως το σημείο για όπου προορίζεσαι
ανηφορίζουν έξαλλες μαζί σου
και μπορεί κανείς, πολύ δικαίως να υποθέσει
πως ξεφυτρώνουν μέσα από τη θάλασσα
κι ότι εξακολουθούν ν΄ ανθίζουν μέσα στον αέρα.
Γιατί,
Γιατί ανασαίνεις την πικρή τους
ευωδιά χωρίς ανάπαυλα
δίχως να παρεμβάλλονται άλλα αρώματα
ν’ ανακινεί αισθήματα και πρόσωπα πικρά
που τέλειωσαν το ρόλο τους στις μέρες σου
που εν τούτοις στάζουν το φαρμάκι τους
πάντοτε στις ρίζες της ζωής σου·
πικρές κινήσεις, αλυσίδες χωρισμών
άρνηση, προδοσίες,
απ’ το σημείο που ξεκινάς
έως ότου, εκεί που σταματάς
για τις καθημερινές σου ασχολίες.
Και στο γυρισμό τα ίδια φυσικά.
Γιατί και πώς ν’ αλλάξουν;

Αλλά αυτά, στο τέλος μοιάζουν λόγια―
τα ‘πες τα ξανά ‘πες―
μοιάζουν φωνές, που απόμειναν
παράξενα αλληγορικά τραγούδια μες στον άνεμο
που μ’ όποιον τρόπο κι αν ειπώθηκαν
που κι αν τα ξεχωρίσαμε
καμιά φορά μες απ’ τη λύσσα του νοτιά
δεν καταλάβαμε ποτέ
τ’ ήταν αυτό που θέλησαν να πουν
γιατί ειπώθηκαν άραγε με τόση αλληγορία
για τι είχαν, τέλος πάντων, προσπαθήσει να μας πείσουν.

Προτιμότερο κανένας να σωπαίνει.
Έρχεται καιρός που αντιλαμβάνεσαι
πως είσαι βασιλιάς εξόριστος σε μια περιοχή
που ‘χουνε στίψει οι χρυσοθήρες
μετά η επιδημία κι ο σεισμός.
Μιλάς και χρειάζεσαι πολίτες να σ’ ακούσουν.
Δεν σε χρειάζεται κανείς.
Βγαίνεις το βράδυ στο μπαλκόνι με την αίσθηση
πως θα σ’ εξακοντίσουνε ως τ’ άστρα
οι επευφημίες του πλήθους.
Στους δρόμους, το πολύ, περαστικοί αδιάφοροι,
στο δέρμα σου, βουίζει και σαρκάζει
η Σιωπή.

Κι έτσι ‘ναι που απαυδήζεις τέλος
από τα ποιήματα και τα όνειρα.
Γυρεύεις τότε να ‘βρεις τη Ζωή.
Τη βρίσκεις. Νοσταλγείς μετά, τα ποιήματα ξανά.
Στρέφεις και βλέπεις:
πως δεν υπάρχει δρόμος γυρισμού
πως δεν υπάρχουν ξέχωρα ζωή και ποιήματα,
πως όλα είναι όνειρα, ζωή και ποιήματα
μια αξεχώριστη έννοια
μια αξεχώριστη θολή βοή.

Είναι προτιμότερο λοιπόν κανένας να σωπαίνει;
Κάποτε οι παραβολές κι οι αλληγορίες τελειώνουν
και για όλους φτάνει η ώρα του Σταυρού.
Τότε, με τη λόγχη στο πλευρό
τι ποιήματα μπορείς να κάνεις;

Σκατά.
Κάθομαι τώρα και μιλώ για πικροδάφνες
απ’ το σημείο που ξεκινήσαμε
ίσαμε δω απ’ όπου τώρα προσπαθώ να εξηγηθώ
στύλος καμένος απ’ τ’ αγιάζι
και τη λαύρα των καιρών
τίγρις, με χαίνουσα πληγή στο στήθος όλο,
δραπέτης πάνθηρ από τσίρκο
που χρόνια ανέχτηκε να τον χειροκροτούν
γιατί μπορούσε κι έκανε παράσταση τη λύσσα του
κάθομαι και μιλώ κι αλληγορώ,
ενώ τόσο εύκολα κι απλά μπορώ να πω:

Οι πικροδάφνες είμαι εγώ.

Σταύρος Βαβούρης

η κόρη της αβύσσου

Στη μνήμη του Φρανσουά, του Κάρολου και του Αρθούρου

Αχτύπητη κι ωραία πάνω στη Γιαμάχα της
κόβει το κρύσταλλο της νύχτας σαν διαμάντι
στην όψη της χορεύουν φλόγες
από την Κόλαση του Δάντη.
Μπαίνει στα μπαρ σεκλετισμένη κι οι νέοι ποιητές
την τρέμουνε και την κερνάνε βότκα και ουίσκι
μα Εκείνη κοιτάζει αόριστα στην πόρτα να φανεί
χλομός ο πρίγκιψ Μίσκιν.
Δεν έχει πού να κοιμηθεί, γυρίζει εδώ κι εκεί
με μια κιθάρα και δισάκι
διαβάζει κάτω από τις γέφυρες
Βιγιόν και Καρυωτάκη.
Όταν πλαγιάζει με τους οικοδόμους στα γιαπιά
το Κοινοβούλιο συνέρχεται εκτάκτως και βελάζει.
Εκείνη ονειρεύεται τη μάνα Επανάσταση
όλους να μας θηλάζει.
Κόβει με όνειρο τις φλέβες της
για να τη βλέπουνε της νύχτας οι καθρέφτες
για να παγώνει μέσα της ο κόσμος ο κακός
οι μαστροποί κι οι κλέφτες.
Ανοίγει τα συρτάρια επιδόξων συγγραφέων
με του διαβόλου τ’ αντικλείδια
κλέβει τα αισθηματικά τους κείμενα
και τα πετάει στα σκουπίδια.
Κάποτε κλαίει σαν παιδί
χώνοντας το πρόσωπο στη γούνα του ανέμου
κι άλλοτε είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω από τη θάλασσα
ψάχνει για το υποβρύχιο του πλοιάρχου Νέμου.
Στο άχτιστο φως της λέξης μένει εκστατική
με δέος, ηδονή και τρόμο
στα βάθη της λογοτεχνίας χάνεται
χωρίς επιστροφή, χωρίς να βρίσκει δρόμο.
Την ποθούν, μα τους περιφρονεί
τους δήθεν εραστές του απολύτου
το γκόλφι της το χάρισε σ’ έναν τρελό τραγουδιστή
για ένα πικρό φιλί του.
Κι εμένα όταν μου λέει «Πάρε με»
τα παίζει όλα, η θεατρίνα,
με προκαλεί ποζάροντας
σαν μια πουτάνα σε βιτρίνα.
Κι όταν μου λέει «Πεθαίνω εγώ για σένα»
εγώ δεν την πιστεύω
την άπιαστη ομορφιά της με θλίψη καρχαρία
σε μαύρη άβυσσο γυρεύω.
Αχτύπητη κι ωραία καβάλα στη Γιαμάχα της
σκίζει τις διαβάσεις του μυαλού μου σαν πριονοκορδέλα
πηδάει τους τάφους των ονείρων μου
τ’ αγάλματα και την παλιά μου ομπρέλα.
Με παίρνει πισωκάπουλα στη σέλα της
κι εγώ την αγκαλιάζω από τη μέση
γέρνω γλυκά στην πλάτη της
κλείνω τα μάτια και μ’ αρέσει.
Και μ’ ανεβάζει ανάλαφρα στον ουρανό
κι από τον ουρανό με κατεβάζει κάτου
μπαίνουμε στο βαρέλι και μαρσάροντας
γυρίζουμε γυρίζουμε το γύρο του θανάτου.

Γιώργης Παυλόπουλος

Από ΤοKoskino

άποψη

Δεν τραγουδάνε πια
τις νύχτες οι θλιμμένοι.
Ανοίγουν τα παράθυρα
και κοιτάνε ανέκφραστοι
την άδεια λεωφόρο.
Κι όταν φανεί από μακριά
ο δυνατός προβολέας, αφήνονται
στο μουγκρητό της μηχανής
και καρφώνουν το βλέμμα
στη μέση του μοτοσικλετιστή·
εκεί που τυλίγονται αμήχανα
τα χέρια του συνεπιβάτη.

Σπύρος Λαζαρίδης

ανέφικτο

Δεν ξέρω αλήθεια τι να καρτερώ.
Τι πράγμα νάν’ αυτό  πώχω χαμένο
Κι’ όλο και ψάχνω, ψάχνω να το βρω.
Κι’ όλο το λαχταρώ και το προσμένω.

Να τώχα μήπως κάποτε – μπορεί –
και μέσα στη ζωή να τώχω χάσει;
Μπορεί νάηταν αφάνταστα βαρύ
για νάχει τόσο κι’ η ψυχή μου αδειάσει.

Μπορεί νάηταν κι’ ανάλαφρο πολύ
κι’ έφυγε με το φύσημα τ’ ανέμου.
Ίσως να ζούσε στων ονείρων την αχλύ.
Κι’ ίσως να μην τ’ απάντησα ποτέ μου.

Δεν έχει σχήμα, χρώμα και μορφή.
Σαν έννοια μαγική με διαποτίζει.
Και σαν λαχτάρα ασίγαστη κρυφή
με βασανίζει.

Ανέφικτο και πλάνο ιδανικό,
που δεν μπορεί η ζωή να μας το δώσει.
Και μέσα σ’ έναν κόσμο εξωτικό
πασκίζει μόνο ο νους να τ’ ανταμώσει.

Κι’ εκείνο όλο και φεύγει μακρυά.
Πιο πέρα απ’ τη χαρά κι από τη λύπη.
Ασύλληπτη των πόθων μας σκιά.
Αγνώριστο περνάει και πάντα λείπει.

Χρυσάνθη Ζιτσαία

Από Mάνος Τασάκος

ο πόλεμος να μην υπάρχει

Μεθυσμένα αγόρια περνούν
Μπροστά από τους ήσυχους δρόμους μας
Φεύγουν για τον πόλεμο
Τους χαιρετούν λυπημένες κοπέλες
Τους ανησυχούν οι θλιβερές σκέψεις
Να μην υπάρχει πόλεμος

Δε μπορώ να μη θυμάμαι
Τα δάκρυα πάνω στη μυτούλα σου
1980, στην οδό Branimir Ćosić
Και ένα τρένο μαύρο με το οποίο
Για πάντα φεύγω

Ξες τι,
Ας βυθιστεί ολόκληρη η θάλασσα
Ας σπάσουν οι πάγοι
Ας λιώσουν τα αιώνια χιόνια
Και ακόμη,
Ας μη σταματούν οι βροχές
Ας τρελαθούν οι βροντές
Μόνο ο πόλεμος να μην υπάρχει

Ξες τι,
Ας πάει ανάποδα ο χρόνος
Ας τρελαθούν τα αστέρια
Ας εξαφανιστούν τα βουνά
Και ακόμη,
Ας πανικοβληθούν οι άνεμοι
Ας ξυπνήσουν τα ηφαίστεια
Μόνο ο πόλεμος να μην υπάρχει

Σαν χρυσόσκονη
Σαν ονειρικό φωτοστέφανο
Στο κεφάλι των παιδιών
Και η ατελείωτη αγάπη σας
Να τα προστατεύει σαν λέαινα
Άσχημα νέα σε προβληματίζουν
Να μην υπάρχει πόλεμος

Μόνο ο πόλεμος να μην υπάρχει
Η τρέλα μεταξύ των ανθρώπων
Οι μεγάλες αυταπάτες

Μας τρομάζουν τα αλλόκοτα θαύματα
Και κάθε γυμνό παραμύθι
Ο πόλεμος να μην υπάρχει

Đorđe Balašević

Aπό http://cove-k.blogspot.gr/p/blog-page_14.html

κλίμα της απουσίας ii

Η ώρα ξεχάστηκε βραδιάζοντας
Δίχως θύμηση
Με το δέντρο της αμίλητο
Προς τη θάλασσα
Ξεχάστηκε βραδιάζοντας
Δίχως φτερούγισμα
Με την όψη της ακίνητη
Προς τη θάλασσα
Βραδιάζοντας
Δίχως έρωτα
Με το στόμα της ανένδοτο
Προς τη θάλασσα

Κι εγώ -μες στη Γαλήνη που σαγήνεψα.

Οδυσσέας Ελύτης