ο γεροβοσκός

Πόσα χρόνια πέρασα
κι άσπρισα κι εγέρασα
πάνω στα ψηλώματα
βόσκοντας τα πρόβατα!

Τις κορφές επάτησα
και νυχτοπερπάτησα
και σε δέντρα γέρικα
είδα κι είδ᾿ αγερικά!

Σε ψηλές ανηφοριές
σα κοτσύφι χύθηκα
κι έπεσα σε ρεματιές
και αποκοιμήθηκα!

Πάνω στη καπότα μου,
φορεσιά και στρώμα μου,
είδα ῾νείρατα γυρτός
ξυπνητός και κοιμιστός!

Σ᾿ αητοράχη εσκάλωσα
με το λύκο μάλωσα
κι άναψα τρανές φωτιές,
σε τετράψηλες κορφές!

Είδα τ᾿ άστρι στο βουνό,
που το λεν᾿ Αυγερινό
και στη καθαρή βραδιά
χόρτασα τη ξαστεριά!

Μύρμηγκα δε ζήμιωσα
κι άνθρωπο δε θύμωσα.
Πήρα τα μικρά τ᾿ αρνιά,
σα παιδιά στην αγκαλιά!

Μια ζωήν ἐπέρασα
κι είπ᾿ ο Θεός κι εγέρασα
και το χιόνι το πολύ,
μου ῾πεσε στη κεφαλή!

Άιντε προβατάκια μου,
περπατάτ᾿ αρνάκια μου,
πάμετε σιγά-σιγά
και μας ῾πήρεν η βραδιά…

Zαχαρίας Παπαντωνίου

Από http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/zaxarias_papantwnioy_poems.htm#Ο_ΓΕΡΟΒΟΣΚΟΣ

οι ποιηταί (απόσπασμα)

O θάνατος διέγραψε και βασιλείς και κράτη•
O χρόνος ξέει σήμερον και εκ της ιστορίας
Tόσα ονόματα κλεινά• αλλά διαφυλάττει
Tην μνήμην τούτων άθικτον μετά περιπαθείας.

H διαυγής καρδία των την φύσιν κατοπτρίζει,
Oικοδομούσα εξ αυτής ορίζοντα αλλοίον•
O κόσμος πας ο άφωνος προς τούτους ψιθυρίζει,
Ψελλίζει μόνον προς αυτούς την τύχην του δακρύων.

Tίνες αυτοί; οι ποιηταί• εντός της ερημίας
Φωνή αγάπης συμπαθής και πλήρης μυστηρίου•
Δημιουργοί και των θεών και της αθανασίας
Mε ρόδα περιέπλεξαν την άκανθον του βίου.

Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος

Από Palinodiae

ταξίδι

Είναι καιρός πια να το πούμε
πως τούτο το ταξίδι
θα βαστάξει πολύ,
γιατί οι δρόμοι μας κλείστηκαν
από τα πάθη που προπορεύονται.
Ταξιδεύουμε και πολεμάμε,
χανόμαστε πολλοί μες στην προσπάθεια,
κι άλλοι νοσταλγούμε ένα τέλος,
γιατί σώθηκαν πια τα τρόφιμα της ψυχής
κι ο ύπνος κρεμάστηκε στα βλέφαρά μας.

Κρίτων Αθανασούλης

Από Περιοδικό Χίμαιρα

βγαίνοντας

Βγαίνοντας απ’ τη σκοτεινή δουλειά που τόνε πνίγει
κι ένα δρομάκι παίρνοντας, αγάπη μου ξανοίγει
ο νέος το σπιτάκι του κι η πόρτα αχ, να, ανοιγμένη,
κι απλώνει τα χεράκια της, μικρή μου αγαπημένη,
μια γυναικούλα, κι ένα της χάδι καθώς του βάνει
του παίρνει από το μέτωπο τ’ αγκάθινο στεφάνι.
Κι ακούοντας το παιδάκι του γλυκά να λέει: Πατέρα,
ξεχνάει τις πίκρες που άπονα τόνε ποτίζει η μέρα.

Iωσήφ Ραφτόπουλος

Από http://www.bibliotheque.gr/article/53852

σεπτέμβριος 2015 μ.Χ.

Ὅλα παλεύουν ν’ἀνακτήσουνε ῥυθμό,
τὰ ναί, τὰ ὄχι, χωνεμένα σ’ἕνα μήπως,
ὅλα στραγγίζουν στοῦ Σεπτέμβρη τὸν ἠθμό,
στάζουν ἀκόμη ἀπ’ τοῦ Αὔγουστου τὸ λίπος.

Ὅλα μετριοῦνται καὶ μετροῦνε ποσοστά:
μήκη καὶ πλάτη, βάθη, σκόρ, αἰῶνες, χρέη,
κάτι ψιλὰ καὶ κάτι ῥέστα ποὺ χρωστᾷ
ἕνας Ἰούλιος ποὺ ἀκόμη καταρρέει.

Ὅλα μουδιάζουν στὴν αἰφνίδια βροχή,
σὰν τὰ ποντίκια ποὺ ἐπιπλέουν στοὺς ὑπονόμους,
κι ὅπως ἀλλάζει ὁ καιρὸς κι ἡ ἐποχὴ
ὅλα σηκώνουνε ἀδιάφορα τοὺς ὤμους.

Aαρών Μνησιβιάδης

Από http://mnisiviadis.blogspot.gr/

λυπήσου…

Λυπήσου ἐκείνους ποὺ πονοῦν,
βουβὰ κι ἀνώφελα, γιὰ κάτι,
καὶ παίρνουν, γιὰ νὰ λησμονοῦν,
τῆς ζωῆς κάποιο ἄθλιο μονοπάτι…

Λυπήσου αὐτοὺς ποὺ ἔχουν χαθεῖ,
μὲς στὴν θλιμμένη ὕπαρξή μας,
κι ἔγιναν αἴνιγμα βαθύ,
μιὰ καὶ δὲν εἶναι μεταξύ μας…

Κι αὐτόν, κι αὐτὸν ποὺ ἀναπολεῖ
τὰ περασμένα του λυπήσου:
μὰ ὅμως, ἀκόμα πιὸ πολύ,
τὶς ὦρες τῆς βαθειᾶς σιωπῆς σου,

λυπήσου αὐτούς, πού, μιὰ φορά,
μὲ φτερὰ ζοῦσαν, καὶ τὰ χάνουν,
καὶ δὲν τοὺς μένει ἄλλη χαρά,
παρὰ ἡ χαρὰ πὼς θὰ πεθάνουν…

Ναπολέων Λαπαθιώτης

Από http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/napolewn_lapa8iwths_poems.htm

σφραγίδα μοναξιάς

Έσφιξα τα μάτια να μη βλέπω πια
–να μη με βλέπουν αυτοί που τριγυρνούνε
με μια σφραγίδα μοναξιάς στο μέτωπο.
Μα ζωγραφίστηκες εσύ στα βλέφαρά μου
με το χαμόγελο της τελευταίας συγκατάβασης.
Κακά τα ψέματα, δεν επαρκεί η μνήμη…

Γιώργος Ιωάννου

Από http://the22gallery.blogspot.gr/2014/10/blog-post_44.html

άνοιξη

Σήμερα, Θε μου, η άνοιξη
θάμα στα μάτια λάμπει,
γέμισαν νιάτα οι κάμποι,
γέμισε η γη σταυρούς.

Κ’ ήρθαν και να διαβάζουνε
πήραν τα ονόματά μας,
κ’ ήρθαν και τα κορμιά μας
φυτέψαν στους αγρούς.

Στα στήθια τα εικοσάχρονα
σαν παπαρούνες, διες μας,
στόλισαν οι πληγές μας
τα στάχυα τα ξανθά.

Ψηλά οι καρδιές μας δέθηκαν
στ’ άκαρπα κλωνιά ετούτα,
σα γυρισμένα φρούτα
που όπου και να ‘ναι θα

πέσουν κι όπου το πέσιμο
κι από ‘να καρδιοχτύπι,
κι όπου καρδιά και λύπη
κι όπου καρδιά χαμός

και να μετρώ τα χρόνια μου
και να ‘ναι λίγα, Θε μου,
και να ‘ναι πάνωθέ μου
γιορτή, ξεφαντωμός.

Αντώνης Ζαχαρόπουλος

Από Στιγμές

προπομπή

Επήρες πια τα μάτια σου κι έφυγες σε μιαν άκρη.
Όλα τώρα σε λησμονούν εκεί παραριχτή,
και πού να πέσει, αναρωτάς, το τελευταίο σου δάκρυ
και ποιος να το δεχτεί.

Α! σε λυγίζει το φρικτό βάρος αγώνα τόσου,
απλώνοντας το χέρι σου ένα στήριγμα ζητάς,
στέκεις για λίγο ελπίζοντας, κρύβεις το πρόσωπό σου,
έπειτα ξεκινάς.

Και πώς πηγαίνεις, ω αδερφή ψυχή, με τη συγνώμη,
με την αγάπη δίνοντας πίσω κάθε πληγή!
Και πού πηγαίνεις έτσι, αφού σου εκλείστηκαν οι δρόμοι
σε ολόκληρη τη γη;

Ιδέ, χορεύει γύρω σου του κόσμου η αυταπάτη,
σμίγουνε χείλη και σπονδές υψώνονται, γελούν.
Εσύ πεθαίνεις. Και από πριν —ως να ‘σαι πια φευγάτη—
όλοι σε λησμονούν.

Χαίρε! Τη ζωή δεν έζησες παρά μες στα όνειρά σου.
Γι’ αυτό παρόμοιο σου άξιζε τέλος, ωραία ψυχή.
Ήρθε σαν αποθέωση, γίνεται σα χαρά σου
πρώτη και μοναχή.

Κ. Γ. Καρυωτάκης