Πόσα χρόνια πέρασα
κι άσπρισα κι εγέρασα
πάνω στα ψηλώματα
βόσκοντας τα πρόβατα!
Τις κορφές επάτησα
και νυχτοπερπάτησα
και σε δέντρα γέρικα
είδα κι είδ᾿ αγερικά!
Σε ψηλές ανηφοριές
σα κοτσύφι χύθηκα
κι έπεσα σε ρεματιές
και αποκοιμήθηκα!
Πάνω στη καπότα μου,
φορεσιά και στρώμα μου,
είδα ῾νείρατα γυρτός
ξυπνητός και κοιμιστός!
Σ᾿ αητοράχη εσκάλωσα
με το λύκο μάλωσα
κι άναψα τρανές φωτιές,
σε τετράψηλες κορφές!
Είδα τ᾿ άστρι στο βουνό,
που το λεν᾿ Αυγερινό
και στη καθαρή βραδιά
χόρτασα τη ξαστεριά!
Μύρμηγκα δε ζήμιωσα
κι άνθρωπο δε θύμωσα.
Πήρα τα μικρά τ᾿ αρνιά,
σα παιδιά στην αγκαλιά!
Μια ζωήν ἐπέρασα
κι είπ᾿ ο Θεός κι εγέρασα
και το χιόνι το πολύ,
μου ῾πεσε στη κεφαλή!
Άιντε προβατάκια μου,
περπατάτ᾿ αρνάκια μου,
πάμετε σιγά-σιγά
και μας ῾πήρεν η βραδιά…
Zαχαρίας Παπαντωνίου
Από http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/zaxarias_papantwnioy_poems.htm#Ο_ΓΕΡΟΒΟΣΚΟΣ